Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

Ενθύμιο από Λισαβόνα


Ένιωσε χνούδια να του γαργαλάνε τα δάχτυλα

Έσταζε σιωπή ο χώρος

Έτσι όπως άπλωσε την ανάσα του εκτεταμένη στο φως

νόμιζε πως η ζωή κέρδιζε σε μήκος

Οι σκιές του δωματίου ανίχνευαν το ζωηρό σώμα του 

καθώς η ανάμνησή τους συνέλεγε σαν μέλισσα

το φως που έμπαινε από το πλινθόχτιστο χαγιάτι

Του ΄ρθε να κλειδώσει μέσα του όλες τις σκέψεις 

και τα πράγματα του κόσμου κι άρχισε

ο δεξιός δείκτης να κάνει αναπαίσθητες διπλές κινήσεις

λες και τα μάζευε στο είναι του με "αντιγραφή - επικόλληση"

τα οικεία και ανοίκεια βλέμματα.

Ένιωσε έτοιμος και ασφαλής

Έστρεψε το πρόσωπο  ενενήντα μοίρες προς τα πάνω

Η στέγη του ανασηκώθηκε, τον χαιρέτησε

και πέταξε για πάντα στο Βορρά.