Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2009

Η Λένα Πλάτωνος στο "Μετρονόμο" - Η Λένα Πλάτωνος, επιτέλεους, στο Παλλάς












Η Λένα Πλάτωνος, σαν αερικό του αντικομφορμισμού, για τους έρωτες χωρίς θυμικό αλλά γεμάτους ζωή, δίνει συναυλία στις 20 του Οκτώβρη στο Παλλάς. Με την ευκαιρία δημοσιεύουμε πρόσφατή συνέντευξή της στο μουσικό περιοδικό "Μετρονόμος" στον Αντώνη Περιβολάκη


Ένα από τα παιδιά – θαύματα της Ελληνικής τραγουδοποιίας: η Λένα Πλάτωνος. Μια ιδιοφυής δημιουργός που μεσουράνησε στις δεκαετίες του ΄80 και του ΄90 προσφέροντας μουσικές ηλεκτρονικής αβαντ-γκαρντ και cyber ερωτικής θεματολογίας.

Η Λένα Πλάτωνος ύμνησε τον έρωτα σε όλους του τις μορφές αλλά όχι στο κλασσικό πλαίσιο που τον εγκλωβίζει στο πεδίο της σχέσης και της πράξης αλλά στο ευρύ πεδίο που αντικρύζει τον κόσμο μέσα από το ερωτικά φίλτρα. Για τη Λένα Πλάτωνος ο έρωτας και η ολοκλήρωση μπορεί να βρίσκονται σε μια κίνηση, σε ένα βλέμμα αλλά και σε έναν ήχο από ένα μουσικό όργανο ή απλά να βρίσκεται παντού. Για την Πλάτωνος ο έρωτας υπάρχει από τη στιγμή που γεννιέσαι και υλοποιείται με όλους τους τρόπους ακόμα και στα ολογράμματα των σύγχρονων laser, των σύγχρονων ηλεκτρονικών ή βιολογικών εργαστηρίων. Η Λένα Πλάτωνος έθεσε τον σουρεαλισμό σε βάση ηλεκτρονική και τον είτε όσον αφορά τον ήχο είτε τους όρους προσέγγισης. Αφιερώθηκε σε αυτό προκειμένου να μας εκθέσει και, προπαντός, να εκτεθεί μπροστά μας αφήνοντας όλες τις αισθήσεις μας σε εγγρήγορση.

            Ενέδυσε τους σουρεαλιστικούς ποιητικούς ερωτικούς στίχους με ένα μανδύα παιδικοφανούς μουσικής, δήθεν αθώας στα αυτιά των ακροατών. Στην πραγματικότητα ενδύει τις όποιες «πρωτόγονες» και «ανώριμες» επιλογές των ανθρώπων με ρούχα αθωότητας και τρυφερότητας αποενοχοποιώντας τα πάθη μας. Ακόμα και σε αυτό στηρίζεται η ιδιοφυΐα της. Το ταξίδι της μεγάλο, με ατραπούς αλλά κυρίς πρωτοποριακές επιλογές, κάτι που την έφερνε στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 να φαντάζει πολύ πιο μπροστά από την εποχή της.

Η Πλάτωνος μας δέχθηκε ένα βροχερό ανοιξιάτικο απόγευμα στο διαμέρισμά της στον Χολαργό. Την πόρτα του διαμερίσματος μας άνοιξε η ευγενέστατη πανέξυπνη και καλλίφωνη Βικτώρια, η γυναίκα που τυπικά παίζει το ρόλο της οικιακής βοηθού αλλά ταυτόχρονα στηρίζει ακόμα και στις επαγγελματικές εμφανίσεις της τη συνθέτρια αφού όχι μόνο έχει τραγουδήσει στα «Ημερολόγια», αλλά εμφανίζεται και στις παραστάσεις της τραγουδώντας δύο τραγούδια. Η Λένα Πλάτωνος μας ανταπέδωσε μια θερμή χειραψία και αφού καθίσαμε στο αναπαυτικότατο σαλόνι της, μας άνοιξε την καρδιά της ενώ η Βικτώρια ετοίμαζε μέσα ένα υπέροχο τσάι..




Μιλήστε μας λίγο για τα πρώτα χρόνια της ζωής σας.

 

Γεννήθηκα στο Ηράκλειο της Κρήτης ,  απ΄ όπου κατάγεται η μητέρα μου.  Κατέβηκε επίτηδες εκεί  η μάν μου όταν ήταν έγκυος για να γεννηθώ στον τόπο καταγωγής της. Έκανα μερικών μηνών το πρώτο μου ταξίδι με το αεροπλάνο εκείνης της εποχής – πού να το΄ξερα εγώ που φοβάμαι τα αεροπλάνα; Μέχρι 5 χρονών έζησα στην Καλλιθέα και μετά ανεβήκαμε στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας.

 

Όταν ήρθατε και ξεκινήσατε στην Καλλιθέα ανακαλύψατε γρήγορα το ταλέντο σας.

 

Εγώ το είχα σαν παιχνίδι. Θυμάμαι να πατάω νότες και να παίζω μελωδίες με το αυτί. Ή ακόμα να μου παίζουν ένα διάστημα και να με ρωτάνε «αυτό το διάστημα τι είναι;» κι εγώ να το αναγνωρίζω αμέσως και να το παίζω το ίδιο… Τρεισήμισι  χρονών έπαιξα τα κάλαντα. Θυμάμαι ακόμη όλο τα περιστατικό. Ήταν Χριστούγεννα, μας χτύπησαν τα παιδιά να μας πουν τα Κάλαντα, ο πατέρας μου τα έβαλε μέσα, τους έπαιξε τα Κάλαντα κι αυτά τραγουδούσαν. Μετά όλοι μαζί έφυγαν από το χώρο. Η μητέρα μου ήταν σε άλλο δωμάτιο με μία φίλη της. Πετάχτηκα από το κρεβάτι, μάλιστα είχα πυρετό, πετάχτηκα λοιπόν στην καρέκλα κι έπαιξα τα Κάλαντα

 

Ακούγεται απίστευτο…

 

Ναι, ήταν λίγο απίστευτο. Εγώ, βέβαια δεν καταλάβαινα τότε τη σημασία αυτού του γεγονότος.

 

Μεγαλώνετε, λοιπόν και μέχρι τα δώδεκά σας χρόνια δεν έχετε κάνει μαθήματα πιάνου, στη θεωρία, σωστά;

 

Ναι, ο πατέρας μου, που ήταν μουσικός, μού είχε μάθει λίγο τις νότες, αλλά εγώ δεν τις συμπαθούσα επειδή έπαιζα με το αυτί.

 

Την ίδια περίοδο κάνατε και δικά σας κομμάτια;

 

Ναι

 

Έχετε χρησιμοποιήσει κάτι από εκείνη την περίοδο στα τραγούδια σας;

 

Όχι. Ο πατέρας μου είχε κρατήσει δυο – τρία σε παρτιτούρα.

 

Δεν είχε χαραχθεί κάτι σε εσάς;

 

Ένα μου έχει χαραχθεί. Ήμουν οκτώ ετών. Έπαιξα τότε και σε μια συναυλία των μαθητριών του πατέρα μου στο Ωδείο που δίδασκε. Εκεί έπαιξα και έργα Σούμαν, Μπαχ, Μότσαρτ δεν ήταν και όλα εύκολα κομμάτια. Εκεί έπαιξα και το δικό μου. Συνεπώς, ο πατέρας μου μού έπαιζε τα κομμάτια, εγώ τα μάθαινα κι έτσι μπήκα και στο Ωδείο Αθηνών, στο διαγωνισμό της Καίτης Παπαϊωάννου, το πρόγραμμα το έμαθα με το αφτί. Ελάχιστα κοίταξα τις νότες. Εκεί, μάλιστα, θεώρησαν ότι ο πατέρας μου δεν είχε πράξει σωστά που εγώ είχα φτάσει σε ηλικία 12 ετών και δεν είχα ακόμα διδαχθεί ακόμα τις θεωρίες της μουσικής. Μετά ο πατέρας μου κάθισε και μου τα έμαθε όλα μέσα σε ένα καλοκαίρι . Μου έμαθε θεωρίες και πέντε σολφέζ μέσα σε εκείνο το καλοκαίρι κι εγώ ενώ τα έκαν όλα αυτά με μεγάλη χαρά στο τέλος απέκτησα έντονους πονοκεφάλους που για ένα διάστημα νόμισα πως είχα αποκτήσει κάποιο … όγκο στον εγκέφαλο. Και η κούραση μου ήταν  πολλαπλή γιατί θα έδινα εξετάσεις να μπω και στο Γυμνάσιο. Έπαθα και μια νευρική υπερκόπωση…

 

Υπήρξατε καλή μαθήτρια;

 

Όσο διάβαζα, ήμουν πολύ καλή, άριστη. Αλλά από ένα σημείο και μετά δεν ασχολιόμουν. Ασχολήθηκα πολύ με τη μουσική. Μελετούσα πάρα πολλές ώρες πιάνο κι έτσι καθώς ήμουν αφοσιωμένη σε αυτό δεν προλάβαινα στις τελευταίες τάξεις του σχολείου να διαβάσω. Ήμουν άριστη στα Μαθηματικά και ειδικά στη Γεωμετρία.

 

Ε, δεν είναι τυχαίος και ο τίτλος του έργου σας «Μη μου τους κύκλους τάρατε». Έχετε χρησιμοποιήσει πολλούς όρους σε αυτό το δίσκο σας από το χώρο των Μαθηματικών.

 

Ναι, αν και έχω και μια σκωπτική διάθεση απέναντι σε όλα αυτά. Με τον πατέρα μου μιλούσαμε πολύ γι΄ αυτά τα θέματα των Μαθηματικών που υπερέβαιναν το τεχνικό κομμάτι και που μιλούσαν για το άπειρο κ.λ.π.

 

Στο σημείο αυτό να υποψιαστώ ότι υπάρχει μια επιρροή από τη Laurie Anderson; Δεν είναι τυχαίο ότι σας αποκάλεσαν μερικοί «Laurie Anderson της Ελλαδας». Κι αυτή έχει χρησιμοποιήσει στα τραγούδια της όρους των Μαθηματικών όπως στο τραγούδι της “Let x = x”.

 

Ειλικρινά, δεν το ήξερα και τώρα που το ακούω από εσάς σκέφτομαι πως ίσως πρόκειται για … εκλεκτικές συγγένειες (γέλια)

 

Παρεμπιπτόντως τι θα λέγατε για το τραγούδι της “O Superman”;

 

Νομίζω πως είναι ένα από τα ωραιότερα τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ στον κόσμο. Και με αφορμή την αναφορά σε αυτό το τραγούδι θυμάμαι πως όταν παίζαμε το παιχνίδι Master Mind με μια φίλη μου και τύχαινε να ακούμε το τραγούδι “O Superman” την κέρδιζα πάντα από την αρχή. Είχα έναν πνευματικό οργασμό. Δεν χρειαζόταν να κάνω δεύτερη προσπάθεια. Ξέρετε, καμιά φορά πιστεύω πως δεν είναι τυχαία όλα αυτά…

 

Έχετε μιλήσει παλιότερα και για την αγάπη σας στον Mike Oldfield

 

Ναι τον θεωρώ κι αυτόν πάρα πολύ καλό και επηρεάστηκα κι από αυτόν όπως κι από άλλους…

 

Όταν τελειώσατε το σχολείο πήγατε στο εξωτερικό για σπουδές;

 

Ναι, πήρα μια υποτροφία για τη Αυστρία και σπούδασα εκεί τρία χρόνια, αλλά πιο πολύ σπούδαζα τη ροκ. Πέτυχα σε πλήρη άνθηση το κίνημα των χίπις, το ’70 – ’71 – ’72 – ’73.

 

Και υπήρχε στην κλασσική Βιέννη της επιστήμης, της μουσικής και της φιλοσοφίας, κίνημα των χίπις εκείνα τα χρόνια;

 

 Κι όμως, είδα κοντσέρτα καταπληκτικά. Ας πούμε, κα΄τι που με καθόρισε ήταν όταν είδα τους Jethro Tull και την επόμενη χρονιά ερωτεύθηκα ένα αγόρι που είχε ζήσει στο Λονδίνο, ήξερε καλά τα Αγγλικά κι έγραφε ποίηση στα Αγγλικά. Σε μια συνάντησή μας έξω από το σπίτι του Μότσαρτ μου πρότεινε συνεργασία, μιας που αυτός έγραφε ποιήματα στα Αγγλικά. Σε λίγο καθίσαμε σε ένα καφέ του Σάλτζμπουργκ  και εγώ δέχθηκα. Ξέχασα να σας πω πως όταν σπούδαζα στο Ωδείο Αθηνών οι δάσκαλοί μου με είχαν προσηλώσει πάρα πολύ στην πιανιστική τεχνική του παιξίματος και όχι τόσο στη σύνθεση. Έτσι έχοντας και αυτό το θεωρητικό όπλο δέχτηκα αμέσως τη συνεργασία που μου πρότεινε ο Χάιντς με τον οποίο, παρεμπιπτόντως, γίναμε και ζευγάρι. Ενώ κάναμε μια πολύ καλή δουλειά, δηλαδή προχωρήσαμε σε ένα ολοκληρωμένο δίσκο με συνθέσεις πάνω σε ποιήματά του, εν τούτοις αυτό δεν είχε καλό τέλος. Στη Βιέννη δεν μπορέσαμε να κάνουμε τίποτα. Μετά εγώ ήρθα στη MINOS στην Ελλάδα αλλά καταλαβαίνετε, χούντα είχαμε, Αγγλικός ήταν ο στίχος, δύσκολα τα πράγματα… εδώ, ακόμα και σήμερα όταν έχεις Αγγλικό στίχο δεν είναι εύκολο να δισκογραφήσεις, αν είσαι και πρωτάρης…

 

Ωραία, μετά;

 

Μετά από δύο τρία χρόνια παντρεύτηκα τον Δημήτρη το Μαραγκόπουλο. Τότε του έπαιξα δύο τραγούδια, του αρέσανε και όταν αργότερα τον καλέσανε στην Λιλιπούπολη του Τρίτου προγράμματος μού πρότεινε να πάω κι εγώ.

 

Αυτά γύρω στο ’76. Μέχρι τότε, αν επιτρέπεται, τι κάνατε;

 

Ήμουν πιανίστα. Έπαιζα σε ορχήστρες, είχα δώσει ρεσιτάλ, είχα παίξει στην τηλεόραση , είχα κάνει αρκετές εμφανίσεις. Λοιπόν, μπήκα στη Λιλιπούπολη το ’78. Τα τραγούδια μου είχαν μεγάλη επιτυχία… «η Μαγιονέζα», «το χοντρό Μπιζέλι»… Επέλεξα με μεγάλη χαρά να κάνω αυτές τις συνθέσεις.  Θεωρώ ότι τα λόγια της Μαριανίνας Κριεζή ήταν μεγαλοφυή. Ξέρετε εγώ μέχρι τότε δεν είχα έρθει σε επαφή με Ελληνικό στίχο πέρα από το χώρο του λαϊκού τραγουδιού και το χώρο της ποίησης.  Υπήρχαν αυτά, υπήρχε κι ο Σαββόπουλος, θυμάμαι στο «Κύτταρο» καλή ώρα, με το «Βρώμικο Ψωμί».

 

Είδατε τι κύκλους κάνει η ζωή; Να βρίσκεστε εσείς αυτό το διάστημα στο «Κύτταρο» μετά από τόσα χρόνια και να δίνετε τις δικές σας παραστάσεις. Και μετά;

 

Λοιπόν, όπως έλεγα, βρήκα ότι η Μαριανίνα ήταν τρομαχτικά μπροστά για την εποχή της και τρομαχτικά ευαίσθητη με το σουρεαλισμό που με εξέφραζε απόλυτα. Έτσι αυτά τα τραγούδια τα έφτιαξα με όλη μου την ψυχή. Η Λιλιπούπολη ήταν μεγάλο σχολείο. Σκεφθείτε ότι υπήρχαν φορές που μας έλεγαν ποια όργανα θα διαθέτουμε κάθε φορά προκειμένου να γράψουμε τραγούδι. Ήμασταν, επομένως, αναγκασμένοι να προσαρμοστούμε κάθε φορά στα όργανα που είχαμε. Αυτό ήταν σπουδαίο μάθημα, διότι από τη μια σου έλεγαν τι δουλειά έχεις να κάνεις κι από τη άλλη σου έλεγαν ότι έχεις μόνο τα συγκεκριμένα εργαλεία για να την κάνεις. Ο περιορισμός αυτός μας έκανε να μεγαλουργούμε. Ο περιορισμός είναι αυτός που φέρνει το μεγαλείο. Μέσα από τον περιορισμό κάνεις την υπέρβαση.

 

Ωραία, έχουμε, σαν πρώτη σας δουλειά, τον Καρυωτάκη, δηλαδή τον δίσκο με τα 13 μελοποιημένα ποιήματα του ποιητή, τη χρονιά 1979, πριν τριάντα χρόνια ακριβώς.

 

Ναι και ήταν κι αυτό μια ανάθεση. Διότι μου ανέθεσαν να κάνω αυτές τις μελοποιήσεις. Δεν το επέλεξα μόνη μου.

 

Ναι αλλά βρέθηκε μάλλον ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση σωστά;

 

Κοιτάξτε, θα σας πω τι έγινε. Απευθύνθηκα τότε στην ποιήτρια Τούλα Τόλια που είχε την ευθύνη για τα «Ειδικά Πεντάλεπτα» του Τρίτου Προγράμματος και που αφορούσαν διάφορους ποιητές. Τότε, όπως είπαμε,  υπήρξε η απόφαση να γίνει αφιέρωμα στον Καρυωτάκη. Απευθυνόμενη λοιπόν στην Τόλια, τον Μάιο του ’79 της είπα ότι δεν μπορώ να τον μελοποιήσω, ότι μπορώ να κάνω μόνο μουσικές. Αυτή μου είπε ότι θα ενημέρωνε τον Μάνο το Χατζιδάκι. Εγώ της είπα ότι θα ξανακοίταζα το βιβλίο με τα ποιήματα του Καρυωτάκη, αλλά δεν της έδωσα ελπίδες ότι θα μπορούσα να φέρω σε πέρας το έργο. Ο λόγος ήταν πως θεωρούσα τον εαυτό μου μικρή γι΄ αυτόν. Και μια μέρα του Μαΐου που ήταν απόγευμα και μόλις είχα γυρίσει στο σπίτι από ένα καταπιεστικό ραντεβού κάθομαι στο πιάνο και ανοίγω το βιβλίο με τα ποιήματα του Καρυωτάκη και κατά μία εξαίρετη σύμπτωση, ήταν απόγευμα του Μαΐου, έξω ακουγόντουσαν οι φωνές των παιδιών που έπαιζαν μπάλα και εγώ πέφτω αμέσως στο ποιήμα με τα λόγια «τα παιδάκια που παίζουν στ΄ ανοιξιάτικο δείλι, μια ιαχή μακρυσμένη…» κ.λ.π.. Αυτή η τραγικά ωραία σύμπτωση των δύο εικόνων που τις ζούσα σε δύο επίπεδα ταυτόχρονα με έκανε να φτιάξω αμέσως το τραγούδι και μετά … έκλαψα πάρα πολύ… Πήρα τηλέφωνο δύο πολύ καλούς φίλους και τους έβαλα ν΄ ακούσουν τι είχα γράψει. Και εννοείται μετά πως μελοποίησα άλλα τρία τραγούδια για την εκπομπή του Τρίτου Προγράμματος. Ε, αυτή η ιστορία με τον Καρυωτάκη αποδείχθηκε πολύ βαθιά σχέση και τη συνέχισα και μετά που έκλεισα με το Τρίτο Πρόγραμμα.

 

Σήμερα, αν κάποιος θα μιλήσει για τα δουλειά σας θα μπορούσε να πει ότι υπάρχει ο Καρυωτάκης και μετά υπάρχουν και τα άλλα έργα. Τελειώνει όμως η δουλειά με τον Καρυωτάκη κι εσείς ήδη έχετε τη δική σας «μούσα» τη Σαβίνα Γιαννάτου.

 

Ναι τη Σαβίνα την είχα βρει από το σχολείο. Ήταν 7 χρόνια πιο μικρή από εμένα. Ήμαστε πολύ καλές φίλες με την αδερφή της τη Σοφία Γιαννάτου. Η Σαβίνα είχε εκπληκτική φωνή και τις βρήκα στη χορωδία του Νούσια. Είχε φτιάξει μια χορωδία τότε ο Νούσιας και την άκουγα τότε τη Σαβίνα να τραγουδά και στη χορωδία και στο σπίτι (την είχαμ ε σαν κουκλάκι και παίζαμε πολύ μαζί της). Έκτοτε το μυαλό μου πήγαινε μόνο σε μία φωνή, άσχετα που δεν είχα ακόμη φτιάξει τραγούδια. Σε μια νέα Ελληνική φωνή. Ακόμα κι όταν πήγα στην Βιέννη και συνέθεσα τα τραγούδια που σας είπα με τον Χάιντς, στο μυαλό μου είχα τη φωνή της Σαβίνας που τότε ακόμη πήγαινε σχολείο.

 

 

Νομίζω, πως αυτό είναι εξαιρετικό. Κατά συνέπεια, ,μερικά χρόνια αργότερα, εσείς η ίδια την αναζητήσατε και είπε τα τραγούδια σας, σωστά;

 

Μα αφού ακόμα και οι ηχογραφήσεις με το πρώτο υλικό από τη Βιέννη που το πήγα στη  MINOS ήταν με τη Σαβίνα.

 

Η δική σας αυτή καθ΄ αυτή δουλειά ξεκινά από τη στιγμή που βάζετε δικούς σας στίχους και αυτό γίνεται το 1984 με τις «Μάσκες Ηλίου». Γιατί επιλέξατε αυτόν τον ήχο ενώ είχατε διαφορετικές σπουδές;

 

Εκεί οδηγήθηκα από τα ακούσματα ροκ, τζαζ, λαϊκά, φολκ, αβαντ – γκαρντ, Χρήστου, Ξενάκης

 

Ναι, αλλά μιας που το΄ φερε η κουβέντα, ο Ξενάκης βάσισε τα ηχητικά του αποτελέσματα σε Μαθηματικές δομές ενώ ο Χρήστου έκανε μουσική ας πούμε συναισθηματικής λύτρωσης. Μπορεί κάποιες φορές τα ηχητικά αποτελέσματα να είναι συγγενή αλλά έχουν εντελώς διαφορετική βάση

 

Παρ΄ όλα αυτά επειδή εμένα με ενδιαφέρει το ηχητικό αποτέλεσμα, είχα βρει κα΄ποια έγρα του Ξενάκη ενδιαφέροντα και πολύ πρωτοποριακά για την εποχή τους καθώς η ηλεκτρονική μουσική ήταν στα σπάργανα. Δεν μου άρεσε όμως αυτό που έκανε ο Ξενάκης στην Ελλάδα, μια παράσταση στην Πελοπόννησο. Νομίζω ότι αυτό πράγμα δεν είχε συνοχή, το θεώρησα κουραστικό και χωρίς συναίσθημα. Θυμάμαι πως ήμαστε στην συναυλία εγώ, το ζεύγος Σεμιτέκολο, ο άντρας μου και η Καραΐνδρου. Καθόλου δεν ευχαριστηθήκαμε. Αντιθέτως ο Γιάννης Χρήστου είχε άλλο περιεχόμενο. Είναι άλλη ιστορία και εξακολουθεί να μου αρέσει, να με αναστατώνει, να με φέρνει βόλτα… ο Χρήστου με κάνει ο,τι θέλει. Είναι κεφάλαιο. Ξέρει να ανακατεύεται με την ψυχή του ανθρώπου

 

Ας ξαναγυρίσουμε στα δικά σας. Γιατί θεωρείτε την μεγάλη σας τομή τις «Μάσκες Ηλίου»;

 

Διότι ήταν απελευθερωτικό. Δεν έκανα σκόντο σε τίποτα. Το εβγαλα όπως ακριβώς μου ήρθε ενώ αργότερα σε άλλα έργα έκανα σκόντο . Σε αυτό καθόλου. Στα μεταγενέστερα έκανα και υποχωρήσεις γιατί έχασα την «πελατεία» μου, τους ακροατές μου. Μειώθηκαν σημαντικά οι πωλήσεις με τις «Μάσκες Ηλίου». Έτσι αποφάσισα οι επόμενες δουλειές μου να συνεχίσουν βέβαια, να έχουν το θεατρικό στοιχεί καθώς και το στοιχείο του «ταχυδράματος». Ξέρετε τα δικά μου τραγούδια είναι όλα ολοκληρωμένες ιστορίες με αρχή, μέση και τέλος. Είναι όλα ιστορίες που έχουν συμβεί.

 

Όλα;

 

Ναι, όλα. Είναι εμπειρίες που έγιναν μικροδράματα, ποιήματα, τραγούδια…

Με τις «Μάσκες Ηλίου» αισθάνθηκα ότι λυτρώθηκα αλλά ένιωθα ότι βουτάω σε πολύ βαθιά και φουρτουνιασμένη θάλασσα. Παρ΄ όλα αυτά το έργο αυτό με λύτρωσε.

 

Οικονομικά, πώς τα καταφέρνατε;

 

Ευτυχώς έκανα μαθήματα, δεν περίμενα να ζήσω από τους δίσκους. Έκανα το βήμα αυτό βοηθούμενη από το έργο “The Wall” των Pink Floyd καθώς και με την κάπως τυχαία επαφή μου με τον συγγραφέα Χούλιο Κορτάσαρ, Αργεντινής καταγωγής. Ήταν μεταμοντέρνος και ένιωσα ότι το στυλ του, το ύφος του με αφορά άμεσα. Έχει παραληρηματική γραφή. Βάζοντας δίπλα και τη Laurie Anderson, κυρίως το κομμάτι “O Superman”. Συμπερασματικά, οι «Μάσκες Ηλίου» είναι εκείνες ο δίσκος τον οποίο δεν θα μπορέσω να τον επεξηγήσω ποτέ σε άλλους, όποιος κατάλαβε, κατάλαβε. Για τους άλλους δίσκους, που έβαλα νερό στο κρασί μου, μπορώ να εξηγήσω πράγματα.

 

Πιστεύετε στο Θεό;

 

Ναι, πιστεύω πως είμαστε δημιουργήματα μιας ανώτερης δύναμης στην οποία μετέχουμε. Ενώ έχω περάσει στη ζωή μου από διάφορα στάδιο, από ούλτρα αθεϊσμό κλπ, σήμερα δέχομαι ότι είμαστε μέρος μιας ανώτερης θεϊκής δύναμης και είμαστε εν μέρει κι εμείς κάτοχοι αυτής της δύναμης. Έχω γνωρίσει ανθρώπους «οσίους», έχω πετύχει πάρα πολλά πράγματα με προσευχές, αληθινές προσευχές και όχι προσευχές του στυλ «βοήθησέ με να γίνει αυτό». Μιλάω για προσευχές που ένιωθα τον εαυτό μου να ενοποιείται με το Όλον. Να μετέχει στη συγκρότηση του σύμπαντος καθώς και στην εξέλιξη του όλου πλέγματος.

 

Ναι, εξάλλου υπάρχει και τελευταία χρόνια μια «μόδα», ας την πούμε καταχρηστικά στο χώρο της επιστήμης προκειμένου οι ερμηνείες της Φυσικής να συνάδουν περισσότερο με τις ενοποιητικές αντιλήψεις της Ανατολικής Φιλοσοφίας. Είναι φανερό από τα τραγούδια σας ότι παρακολουθείτε τις εξελίξεις στο χώρο των επιστημών αφού κάνετε και μια ευρεία χρήση του λεξιλογίου τους.

 

Ναι με είχε επηρεάσει ένας θείος μου βιολόγος που είχε γράψει και ένα σύγγραμμα για τη δυαδική φύση του φωτός που διδασκόταν και στην Ιταλία. Αυτό το σύγγραμμα εμένα με επηρέασε πολύ κι έτσι τα σχετικά θάματα μού παρακινούσαν πάντα το ενδιαφέρον και με έκαναν να προβληματίζομαι και να εκφράζομαι και στα τραγούδια.

 

Κυρία Πλάτωνος, είστε ένας ευφυέστατος άνθρωπος και αυτό το δείξατε από τα πρώτα βήματα της παιδικής σας ηλικίας. Συχνά οι ευφυείς άνθρωποι πληρώνουν ένα φόρο για τη διάνοιά τους. Εσείς έχετε πληρώσει φόρο;

 

Πλήρωσα και πληρώνω αλλά δεν θέλω να επεκταθώ σε αυτό το θέμα. Θεωρώ τον εαυτό μου ενεργό κομμάτι του Σύμπαντος, έχω την Αχίλλειο πτέρνα μου και αυτή με κάνει να υποφέρω.

 

Για εσάς λύτρωση είναι μόνο η δημιουργία;

 

Ναι, γιατί η δημιουργία είναι αυτή που με κάνει να αισθάνομαι ένα με το Σύμπαν.

 

Ξεπεράστηκε ο ανταγωνισμός που υπήρχε ανάμεσα σε εσάς και τη μητέρα σας;. Θέλω να πει η συμβίωση μαζί της μετά το θάνατο του πατέρα σας, το 1993, κατάφερε να αμβλύνει τις όποιες ανταγωνιστικές πλευρές της σχέσης σας;

 

Κοιτάξτε επιμένω ότι η μητέρα μου ήταν ανταγωνιστική απέναντί μου. Όχι απέναντι στις μουσικές μου, εκεί σεβόταν όλες μου τις μετατροπίες μου και με παραδεχόταν. Αλλά νιώθω πως, σαν μάνα μου, ήθελε να ελέγξει την προσωπική μου ζωή.

 

Ξέρετε, θεωρώ πως στις τελευταίες σας παραστάσεις που δώσατε στο Κύτταρο, όλα τα video clips είναι εξαιρετικά, ταιριάζουν απόλυτα με τα τραγούδια.

 

Ναι είναι δουλειά της Τζίνας και του Πέτρου Παπαδόπουλου, δύο αδέρφια που συνεργάζονται στη video art .

 

Πώς βλέπετε την κατάσταση στην Ελληνική μουσική και στο τραγούδι;

 

Υπάρχει μια ενδιαφέρουσα στιχογραφία, αλλά υπάρχει μια υπανάπτυξη στη μουσική . Θα έλεγα ότι η μουσική είναι πολύ πίσω, ακόμα και σε μεγάλους συνθέτες και τραγουδοποιούς. Η μουσική τους είναι φολκ και δεν έχει περιπέτεια. Απ΄ όσο μπορώ να παρακολουθήσω, εξαιρείται η μουσική του Θανάση Παπακωνσταντίνου που έχει και αυτονομία αλλά και περιπέτεια. Τον ξεχωρίζω και για το γεγονός ότι συνδιαλέγεται απευθείας με το θάνατο.

 

Ποια είναι η γνώμη σας για τον κόσμο σήμερα;

 

Δεν είμαι απαισιόδοξη. Η κλιματική αλλαγή με έχει ανησυχήσει για το κατά πόσον είναι αναστρέψιμη ή όχι. Δεν έχω καταλάβει ακόμη. Οι πλούσιοι και οι πολιτικοί μου φαίνεται ότι σκέφτονται μόνο το παρόν. Αν ο κόσμος δει ότι η Γη βρίσκεται σε τραγική κατάσταση κάτι μπορεί να γίνει.

 

Ετοιμάζετε κάτι καινούριο καλλιτεχνικά;

 

Ετοιμάζω ένα νέο δίσκο. Πρόκειται για μεγάλο σχέδιο. Δεν μπορώ να ανακοινώσω κάτι άλλο προς το παρόν. Πιστεύω πως θα αποτελέσει μεγάλη έκπληξη.

 

Περιμένουμε με ανυπομονησία. Σας ευχαριστούμε πολύ για την κουβέντα και για τη φιλοξενία.

 

 

 

Τρίτη 21 Απριλίου 2009

Ιδανικοί Αυτόχειρες; Μόλις μάς ... τελείωσαν... (κι οπως το πάρετε)


Πριν από λίγα χρόνια και σαν πρωτοδιοριζόμενος καθηγητής, είχα την υποχρέωση να παρακολουθήσω κάποια επιμορφωτικά σεμινάρια που παρακολουθούν όλοι οι νεοδιοριζόμενοι καθηγητές. Στόχος αυτών των σεμιναρίων είναι , θεωρητικά, να επιμορφωθεί ο καθηγητής για διάφορα θέματα που αφορούν την υπηρεσία του, τα δικαιώματα του, τις υποχρεώσεις του, τις μεθόδους διδασκαλίας του αλλά και θέματα παιδαγωγικά. Θυμάμαι ότι σε ένα σεμινάριο που παρακολούθησα και που το ανέλαβε κάποιος ηλικιωμένος συνάδελφος φιλόλογος με σπινθηροβόλο βλέμμα, αεικίνητος, γελαστός και ομιλητικότατος μας μίλησε για μια εμπειρία που είχε πριν από πολλά χρόνια σε ένα Ναυτικό Λύκειο. Μας ανέφερε πως ένας από τους τρόφιμους της σχολής παρουσίαζε μονίμως μια ιδιόμορφη αντικοινωνική συμπεριφορά. Μας ομολόγησε πως όταν τα πράγματα έφτασαν στο «απροχώρητο», και χωρίς να αποφασίσει κάποιος από τους καθηγητές να τον πλησιάσει ιδιαιτέρως και να μιλήσει μαζί του για τα ενδεχόμενα προβλήματά του, η σχολή αποφάσισε να του δώσει «τα παπούτσια στο χέρι», με τη δικαιολογία πως επρόκειτο για ένα παιδί με «παραβατική συμπεριφορά». Οι τύψεις που ένιωσε αυτός ο καθηγητής για την ευκολία με την οποία λήφθηκε η απόφαση βρήκαν τη μοιραία δικαίωση τους μερικά χρόνια αργότερα αφού το όνομα του αποβληθέντα μαθητή φιγουράριζε σε όλα τα σήματα της Ιντερπόλ και στους τίτλους των δελτίων: «Πάσσαρης». Στερνή μου γνώση να σ΄ είχα πρώτα…
  Δεν ξέρω κατά πόσο μπόρεσα να αφομοιώσω αυτό το μάθημα του συνταξιούχου πια συναδέλφου και δασκάλου μου αλλά στο παρελθόν προσπάθησα, μάλλον ανεπιτυχώς να αποτρέψω την – ελαφρά τη καρδία - αποβολή μαθητών μας από τα σχολεία που εργάσθηκα και που παρουσίασαν και αυτοί (– ές) παραβατική συμπεριφορά. Τα θυμήθηκα όλα αυτά με την αυτοχειρία του 19χρονου Δημήτρη, μια αυτοχειρία που ακολούθησε μετά από μια τριπλή χωρίς προσωποποιημένο στόχο δολοφονική απόπειρα στο χώρο της σχολής του στον ΟΑΕΔ του Ρέντη. Μια εκ πρώτης όψεως απρόσωπη στοχοθεσία που έθετε στο στόχαστρο του όπλου του μια ολόκληρη κοινωνία και του ιδίου συμπεριλαμβανομένου. Φρόντισε να βρει μια λογικά στοιχειοθετημένη δικαιολογία για να αποδείξει ότι ενώ κι ο ίδιος είναι στόχος του όπλου του, αυτός ξεχωρίζει και θα πάει από άλλο δρόμο: θα «φύγει» από την οδό που διαλέγει αυτός και όταν θέλει αυτός, ενώ οι άλλοι θα φύγουν από ένα δρόμο που δεν έχουν διαλέξει….
 Προβληματίσθηκα για δύο πράγματα: το ένα είναι το αν θα μπορούσαμε να αποφύγουμε μια τέτοια έκβαση και μια τέτοια επιλογή από μεριάς του όχι χτυπώντας ντε και καλά το κακό στη ρίζα του (αυτά είναι αποτελέσματα μιας κοινωνίας σε παθογένεια) αλλά αν κάποιος από τους καθηγητές του είχε επιχειρήσει να τον προσεγγίσει με έναν διαφορετικό τρόπο. Ίσως και να έγινε κάποια απόπειρα, ποιος ξέρει τώρα πια; Το σίγουρο είναι πως ο Δημήτρης παρουσίασε και στο παρελθόν … «παραβατική συμπεριφορά» και έτυχε παρόμοιας αντιμετώπισης με τον μαθητή Πάσσαρη. Χα! «Εμείς θα βγάλουμε το φίδι από την τρύπα;» σκέφτηκαν σίγουρα κάποιοι … (κι ίσως από αύριο κι εγώ…)
 Το δεύτερο πράγμα που σκέφτηκα είναι πως ο Δημήτρης μαζί με άλλους τρεις τραυματίες βγάζουν το φίδι από την τρύπα. Ο Δημήτρης, θύμα πρώτα κι αυτός σαν κι εμάς, και μετά θύτης κι αυτός (αλλά όχι ακριβώς σαν κι εμάς) ήταν ο πρώτος που μετέφερε στην Ελλάδα τον «Ελέφαντα» του Γκας Βαν Σαντ. Πρόκειται για μια ταινία στα όρια του σουρεαλισμού και του ωμού ρεαλισμού που αναφέρεται στο φαινόμενο που ενδημεί στη Δύση να «καθαρίζουν» κάποιοι μαθητές στο χώρο του σχολείου τους. Πριν από πολλές δεκαετίες ο εξαιρετικός Κώστας Καρυωτάκης μίλησε για τους «Ιδανικούς Αυτόχειρες». Και τέτοιοι άνθρωποι υπήρξαν πολλοί. Άνθρωποι που δεν άντεξαν το βάρος της ζωής τους, της μοίρας τους, των επιλογών τους και αποφάσισαν να μας χαιρετήσουν ή να μας φτύσουν αλλά χωρίς να μας πειράξουν. Τώρα που η ευθύνη είναι συνολική δεν υπάρχουν πια ιδανικοί αυτόχειρες, μας τελείωσαν αυτοί. Τώρα κι αν υπάρχουν τέτοιοι θα είναι απλά «δανεικοί» από το παρελθόν ίσα για να μας υπενθυμίσουν πως δύσκολα θα βρεις αξιοπρεπή τρόπο για να φύγεις από τη ζωή…

Πέμπτη 26 Φεβρουαρίου 2009

Ενθύμιο από Λισαβόνα


Ένιωσε χνούδια να του γαργαλάνε τα δάχτυλα

Έσταζε σιωπή ο χώρος

Έτσι όπως άπλωσε την ανάσα του εκτεταμένη στο φως

νόμιζε πως η ζωή κέρδιζε σε μήκος

Οι σκιές του δωματίου ανίχνευαν το ζωηρό σώμα του 

καθώς η ανάμνησή τους συνέλεγε σαν μέλισσα

το φως που έμπαινε από το πλινθόχτιστο χαγιάτι

Του ΄ρθε να κλειδώσει μέσα του όλες τις σκέψεις 

και τα πράγματα του κόσμου κι άρχισε

ο δεξιός δείκτης να κάνει αναπαίσθητες διπλές κινήσεις

λες και τα μάζευε στο είναι του με "αντιγραφή - επικόλληση"

τα οικεία και ανοίκεια βλέμματα.

Ένιωσε έτοιμος και ασφαλής

Έστρεψε το πρόσωπο  ενενήντα μοίρες προς τα πάνω

Η στέγη του ανασηκώθηκε, τον χαιρέτησε

και πέταξε για πάντα στο Βορρά.

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

"Dust of Time" - "Η Σκόνη του Χρόνου" (ή "το Τρίτο Φτερό") του Θόδωρου Αγγελόπουλου


Έχουν περάσει λίγες ώρες και προσπαθώ ακόμα να συνέλθω από την ανατριχίλα που πέρασα βλέποντας τη «Σκόνη του Χρόνου». Είναι αλήθεια πως ακόμη δεν θέλω αυτό το συναίσθημα να πάρει τέλος επειδή κατάλαβα πως, επιτέλους, δώδεκα περίπου χρόνια μετά από «το Βλέμμα του Οδυσσέα» ο Αγγελόπουλος μας χάρισε ένα νέο ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως ο σκηνοθέτης κατάφερε να επαναλάβει και να εκθέσει τον εαυτό του με πρωτόγνωρο τρόπο, φέρνοντάς μας μπροστά στα πιο ομιχλώδη και ζωογόνα αρχέτυπά μας.

 Αν η ανθρώπινη ιστορία είναι τραγική τότε ο Αγγελόπουλος μας το δείχνει με τον πιο δραματικό και επώδυνο συναιασθηματικά τρόπο. Η Ιστορία ταυτίζεται με την Τραγικότητα του Ανθρώπου γιατί ο Έρωτας είναι η μεγαλύτερη δύναμη στο Σύμπαν. Είναι αυτή που απαλύνει κάθε πόνο, αυτή που μπορεί να σε οδηγήσει στις πιο ακραίες πράξεις, αλλά και στις πιο ευγενικές. Ο Έρωτας είναι ανυπέρβλητος όταν είναι αληθινός και κρατά μέχρι το ΤΕΛΟΣ. Αλλά η εδώ ζωή μας είναι η ιστορία μας και η «ΙΣΤΟΡΙΑ» μας. Χωρίς τον Έρωτα δεν θα είχαμε ούτε την ιστορία ούτε την «ΙΣΤΟΡΙΑ».

 Έχω, επίσης, την εντύπωση πως ο Αγγελόπουλος δίνει για πρώτη φορά ένα σαφές, καθαρό, αισιόδοξο μήνυμα. Όμως, για να το λάβεις πρέπει να μπεις σε αυτό «Ομιχλώδες Τοπίο της Ιστορίας» και να ρουφήξεις από το μεδούλι του, όπως ρούφηξαν οι εξεγερμένοι του τελευταίου Δεκέμβρη. Να ερωτευτείς τον εαυτό σου και τους άλλους μέσα από την Ιστορία. Αν βγεις εκτός, μάλλον θα νιώσεις και θα καταλάβεις λιγότερα (αλλά κρατώ και μια επιφύλαξη γι΄ αυτό το τελευταίο). Η ισχυρότερη πηγή ζωής του ανθρώπου, ο Έρωτας που μετουσιώνεται σε Αγάπη, από αυτήν έρχεσαι, και με αυτήν φεύγεις από το πεδίο μάχης της επίγειας προσωρινότητας, αφού πρώτα έχεις απλωθεί, αφού έχεις διαχυθεί παντού.

Δεν μπόρεσα (και δεν ήθελα) να ελέγξω τους δακρυϊκούς μου αδένες κατά τη διάρκεια της ταινίας. Εύχομαι από καρδιάς να μην τους ελέγξετε ούτε εσείς…

http://www.dustoftime.com.

Συνέντευξη Θόδωρου Αγγελόπουλου στον Αντώνη Περιβολάκη για την εφημερίδα "Πυξίδα"




Στις αρχές Του Φεβρουαρίου αυτής της χρονιάς προβλήθηκε η νέα ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Το Τρίτο Φτερό». Η ταινία είναι η δεύτερη στη σειρά από την τριλογία του «Η Σκόνη του Χρόνου». Πρόκειται για μια ερωτική ιστορία που εκτυλίσσεται στα πλαίσια σημαντικών ιστορικών γεγονότων του 20ου αιώνα. Στην «Πυξίδα» πήραμε σαν αφορμή αυτήν την ταινία για να συζητήσουμε μαζί του όχι μόνο για την ταινία ή για την τριλογία αλλά και για πολύ σημαντικότερα ζητήματα που απασχολούν ανήσυχους, ευαίσθητους και υποψιασμένους πολίτες.
Έτσι, ένα μουντό, βροχερό απόγευμα μας υποδέχτηκε στο γραφείο του στα Εξάρχεια. Δυστυχώς, την προηγούμενη μέρα ένα αυτοκίνητο τον χτύπησε την ώρα που αυτός περπατούσε με αποτέλεσμα να σπάσει το χέρι του. Ομολογώ πως ενώ το αρχικό σχέδιο ήταν να καθίσουμε μισή ώρα για να μην ταλαιπωρηθεί περισσότερο από τον τραυματισμό του, εν τούτοις καθίσαμε στο μισοσκότεινο ατμοσφαιρικό γραφείο του για μιάμιση ώρα μιας που ο ίδιος επέμενε να συνεχίσουμε την κουβέντα.
Εφαλτήριο της συνέντευξης ήταν μια ατάκα του Θανάση Βέγγου από την ταινία του Αγγελόπουλου «Το Βλέμμα του Οδυσσέα» (πριν από περίπου 14 χρόνια). Η ατάκα είχε ως εξής «… η Ελλάδα πεθαίνει. Πεθαίνουμε σαν λαός!. Κάναμε τον κύκλο μας… τρεις χιλιάδες χρόνια, ανάμεσα σπασμένες πέτρες κι αγάλματα … και πεθαίνουμε… Αλλά αν είναι να πεθάνει η Ελλάδα, ας πεθάνει γρήγορα. Γιατί η αγωνία κρατάει πολύ και κάνει πολύ θόρυβο»

Πριν από μερικά χρόνια εκφωνήσατε διά στόματος Βέγγου τον επικήδειο των Ελλήνων. Ισχύει αυτός ο επικήδειος, ήταν απλά μία υπόθεση, ή δεν έχετε αλλάξει γνώμη;

Όχι, δεν έχω αλλάξει γνώμη. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, το αισθάνομαι πολύ έντονα.

Γιατί οι Έλληνες δεν έχουμε πια καλή εικόνα προς τα έξω;
Γιατί πάψαμε να πιστεύουμε σε κάτι.

Δηλαδή, οι Ευρωπαίοι πιστεύουν σε κάτι;

Ξέρετε οι Ευρωπαίοι έχουν μια υποδομή. Εμείς περάσαμε και τετρακόσια χρόνια Τουρκοκρατίας που τσαλάκωσαν τη συνέχεια του Ελληνισμού. Σκεφτείτε ότι τότε η Ευρωπαίοι είχαν Αναγέννηση κι εμείς τίποτα… Η Ελλάδα ξαναγεννήθηκε κάτω από την επίβλεψη διαφόρων «νονών» οι οποίοι μπήκαν στην Ελληνική ζωή διαμορφώνοντάς την με τον τρόπο που ήξερε ο καθένας. Στην πραγματικότητα εδώ τίποτα το σπουδαίο δεν έχει γίνει. Πετάχτηκε εδώ ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, μετά πέρασε η χώρα αυτά που πέρασε… Συνεχείς, συνεχείς, συνεχείς αναστατώσεις, η χώρα δεν πρόλαβε να ηρεμήσει και να δημιουργήσει. Είμαστε ένα μικρός αριθμητικά λαός που έχει εξαιρετικές ικανότητες αλλά δεν πιστεύει σε τίποτα. Ο Ελληνικός λαός έκανε τον πόλεμο του ’40 και αυτήν την ζηλευτή αντίσταση στο φασισμό και ο Ελληνικός λαός έγινε ξαφνικά το τίποτα όταν δεν είχε πια να πιστέψει σε κάτι.

Είχατε πει ότι ο θάνατός μας κάνει θόρυβο. Είναι θόρυβος για εμάς τους Έλληνες ή είναι διεθνής;
Κοιτάξτε είναι πια ένας κόσμος μη αναγνωρίσιμος. Δεν υπάρχει σημείο αναφοράς πουθενά πια.

Δεν είναι αναγνωρίσιμος με μοντερνιστικούς όρους.

Όχι, δεν είναι αναγνωρίσιμος πουθενά πια. Δεν είναι αναγνωρίσιμος με όρους ανθρώπινους. Έχω την εντύπωση ότι υπάρχει μια καλπάζουσα βαρβαρότητα. Εγώ αυτό βλέπω.

Πιστεύετε πως είναι σύμφυτο της ανθρώπινης φύσης;
Δεν ξέρω. Ίσως είναι μια ιστορία που έχει σχέση με τη σημερινή εποχή, με τον τρόπο με τον οποίο εξελίσσεται ο κόσμος, με τον τρόπο που πορεύεται αυτή τη στιγμή. Και χωρίς να έχει και κάποιο διακριτό σημείο ανάκαμψης, επιστροφής σε κάτι ή προχωρήματος σε κάτι που να ανοίγει προοπτικές.

Αυτά που λέτε όμως δεν συμφωνούν με τα μηνύματα που δίνετε στις ταινίες σας. Πάντα υπάρχει στο τέλος μια νότα αισιοδοξίας ακόμα κι αν είναι χαώδης ή μη ευδιάκριτη. Αυτό είναι ψυχολογικό ή έχει ρεαλιστική βάση;
Όχι δεν έχει ρεαλιστική βάση. Είναι ανάγκη αναζήτησης ενός ανοίγματος. Δεν μπορώ να παραδώσω κάτι το οποίο θα είναι κλειστό ή τελεσίδικο. Αφήνω πάντα ένα παράθυρο, παρά το ότι αισθάνομαι έτσι όπως είπα προηγουμένως, γιατί απέναντι σε μια νέα γενιά. δεν έχω το δικαίωμα να κλείσω το θέμα

Σε αυτό το κλίμα που συζητάμε κινήθηκαν και εξακολουθούν να κινούνται αρκετοί άνθρωποι, είτε από το χώρο της τέχνης είτε της πολιτικής. Άλλοι μιλάνε ακόμα και για την αποτυχία του ανθρώπινου είδους. Αν το εξετάσουμε σε μια τέτοια βάση, θα λέγαμε ότι δεν έχει πια νόημα να συζητάμε για τίποτα, είναι κλειστό. Εσείς ποτέ δεν αφήσατε κάτι τέτοιο. Εσείς σαν ένας άνθρωπος του ποιητικού κινηματογράφου, στρέφεστε στη ζωογόνα πηγή του έρωτα. Το βάλατε το θέμα και σε παλιότερες ταινίες σας, το βάλατε και στην τελευταία

Νομίζω πως είναι ό, τι πιο σημαντικό μπορεί κανείς να πάρει από αυτή τη ζωή. Και κάτι ακόμα πιο σημαντικό που το ένιωσα πρόσφατα αποκτώντας εγγόνι, ότι παρ’ όλα αυτά, το γεγονός της ύπαρξης αυτών των μικρών παιδιών με υποχρεώνει εν ονόματί τους να μην τους κλείσω όλα τα παράθυρα ακόμα κι αν ξέρω ότι μπορεί να περάσουν όλη αυτήν τη διαδρομή που πέρασα εγώ. Ξέρετε, όταν γεννιέσαι και γίνεται μια δικτατορία μόλις γεννηθείς, και μετά ένας πόλεμος στην Αλβανία και διαλύεται η οικογένεια, μετά ο εμφύλιος, οι συλλήψεις, οι αναστατώσεις γα την Κύπρο (τα φοιτητικά μου δηλαδή) και μετά όλες οι ιστορίες με την Αριστερά μετά το ένα μετά το άλλο…. Εγώ ήμουν στο Παρίσι και νόμιζα ότι άνοιξε ο κόσμος.. ξαναγυρίζω στην Ελλάδα και πέφτω στα Ιουλιανά. Και μετά η δικτατορία. Παρ΄ όλα αυτά, ξέρετε, υπάρχει μια τρομακτική ιστορία που λέγεται «νεότητα». Η νεότητα όλα αυτά τα μασάει, τα κάνει αναζήτηση του νέου, αναζήτηση διεξόδου, πόρτας, πολιτικής προοπτικής. Όταν όμως μεγαλώνεις πολύ και μεγαλώνουμε όλοι και αυτά τα πράματα συνεχίζονται, αυτό το ρεύμα αρχίζει και κουράζει. Κι βλέπεις ότι αυτά στα οποία κάποτε πίστεψες όλα ξοδεύτηκαν έγιναν σκουπίδια στην άκρη του πεζοδρομίου. Άρα έχεις μια αίσθηση ότι όλα πήγαν χαμένα. Πήγαν όμως; όχι δεν πήγαν. Γι΄ αυτό και είμαι ανάμεσα σε αυτό που θα λέγαμε ελπίδα και πένθος. Ξαφνικά συμβαίνει κάτι. Ένας άνθρωπος σε σταματάει στο δρόμο και σου λέει «ευτυχώς που υπάρχετε» (με σταμάτησε ένας νεαρός τον Δεκέμβρη εδώ απ΄ έξω και μου το είπε) Άρα κάτι μπορεί να έχει γίνει ή κάτι να μπορεί να γίνει. Δεν ξέρω, μπορεί να είναι και ειδική ετούτη η εποχή γιατί η μελαγχολία φαίνεται πως έχει περισσέψει. Τα πράματα συγκεντρώνονται έτσι αυτόν τον καιρό που νομίζω ότι κανείς δεν καταλαβαίνει τίποτα. Όλοι μιλάνε, μιλάνε, μιλάνε… αλλά έχεις την εντύπωση πως πρόκειται απλά για μια λογόρροια.

Θα ήθελα να επικεντρωθούμε λίγο στην ταινία, να μας πείτε τι είναι αυτή η ταινία, τι είναι η τριλογία σας


Άλλο τι αισθάνεται ο καθένας κι άλλο το πόσο μακριά μπορεί να πάει εμένα. Η ιστορία ξεκίνησε όταν επέστρεφα από τις Κάννες όταν είχα πάρει το βραβείο για την ταινία «Μια Αιωνιότητα και μια Μέρα». Είχε γίνει ντόρος, πρώτη φορά η Ελλάδα έπαιρνε το μεγαλύτερο κινηματογραφικό βραβείο. Με ρωτάγανε «τι θα κάνω», εγώ δεν είχα τίποτα στα σκαριά. Ήταν το 1998, πλησίαζε να τελειώσει ο αιώνας και σκεφτόμουν πως όλη μου η ζωή, όλο μου το έργο βρισκόταν μέσα σε αυτόν τον αιώνα και αυτός τελείωνε. Ό,τι σημαντικότερο μου είχε συμβεί, εκεί έγινε. Θυμήθηκα την αποστροφή από ένα ποίημα του Ελύτη που λέει «εξόριστε Ποιητή, στον Αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις ;» και δεν απάντησα σαν ποιητής, προσπάθησα να μιλήσω προσωπικά και να πω τι είδα, έστω και ο τρόπος γραφής μου να είναι μέσα από έναν «ποιητικό», κατά Παζολίνι κινηματογράφο. Κι εγώ, τι μπορώ να πω γι αυτά τα δύο τρία πράγματα που ξέρω γι΄ αυτόν τον αιώνα; Κι έτσι αποφασίστηκε η τριλογία. Δεν ξέρω για ποιον λόγο. Και ξαναπιάνοντας για κεντρικό ήρωα μια γυναίκα που λέγεται Ελένη, γιατί έτσι λεγότανε και η γυναίκα της «Αναπαράστασης», έγραψα μια ιστορία. Υπάρχει και το συμβολικό της «Ελλάδας – Ελένης» και η κόρη μου η Ελένη και όλα αυτά τέλος πάντων που μπορεί να περιστρέφονται γύρω από αυτό το όνομα. Κι άρχισα να γράφω. Κι η ιστορία είναι αυτή που ξέρετε, δηλαδή τα δύο πρώτα μέρη της τριλογίας με τις ταινίες «Το Λιβάδι που δακρύζει» και «το Τρίτο Φτερό» και μένει ακόμα μια ιστορία – ταινία που δεν είμαι σίγουρος αν θα είναι αυτή που θα κάνω αμέσως, γιατί έχω μια περίεργη διάθεση να κάνω μια μικρή ταινία – μικρή παραγωγή, ίσως ασπρόμαυρη και θα είναι σαν να ξαναγυρίζω στην αρχή μου. Πιστεύω ότι το έχω ανάγκη, προσωπικά πια. Το τρίτο μέρος της τριλογίας θα βλέπει το παρόν και το αύριο.

Κάνοντας μια παρένθεση, θα έλεγα ότι βρίσκω όλο αυτό πολύ ενδιαφέρον από άποψη ψυχολογικής ερμηνείας.
Μα έτσι κι αλλιώς όλο αυτό έχει πολύ μεγάλη σχέση πολύ με εμένα. Λέω αυτό που λέει και ο Σεφέρης: «τα τελευταία Λόγια προτού η Ψυχή μου κάνει Πανιά» που είναι δικά μου όμως. Δεν αφηγούμαι αντικειμενικές ιστορίες. Δεν είμαι προς τα εκεί. Δεν ισχυρίζομαι πως όσοι κάνουν αυτό δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον ο κινηματογράφος τους, το αντίθετο. Νομίζω πως κάποια στιγμή έρχεται η ώρα που θα πρέπει να μιλήσεις για εκείνα τα πράγματα που σου είναι πολύ οικεία.

Να υποθέσω πως όταν γυρίζετε τις ταινίες σας δεν έχετε το νου σας στο θεατή, ε;

Όχι, ποτέ δεν το έκανα αυτό. Αυτό που κάνω το κάνω για μένα, για τους φίλους μου που μπορεί να είναι όσοι θέλετε. Έχω κάνει ταινίες που πουλήθηκαν σε 45 χώρες, έχω κάνει και ταινίες που δεν πουλήθηκαν ούτε σε 10. Η έννοια του φίλου έχει να κάνει με αυτόν με τον οποίο συναντάται η ματιά σου και ο οποίος αισθάνεσαι ότι έχει το ίδιο βλέμμα μ΄ εσένα, που μπορεί να είναι ένα Γιαπωνέζος στην Ιαπωνία, ένα Κορεάτης στην Κορέα, ένας Λατινοαμερικάνος.

Κάνοντας το συνήγορο του διαβόλου θα ήθελα να σας ρωτήσω: κάνετε ταινίες για λίγους; Είναι γνωστό πως έχετε καταφέρει εδώ και πολλά χρόνια να δημιουργήσετε ένα δίκτυο διανομής στα καλά σινεμά της υφηλίου. Παρ΄ όλα αυτά είναι γνωστό ότι λίγοι έρχονται να δουν τις ταινίες σας. Μήπως τηρουμένων των αναλογιών είναι λίγοι οι θεατές σας και στο εξωτερικό και επιλέγετε, ίσως και από ελιτισμό, να κάνετε σινεμά για λίγους;

Εντάξει ποτέ δεν είχα στις ταινίες μου μεγάλο κοινό. Μιλάμε, βέβαια, για την λεγόμενη «Πρώτη Προβολή» δηλαδή την πρώτη περίοδο προβολής μιας ταινίας, γιατί ακολουθούν κι άλλες, σε λέσχες, αφιερώματα, τηλεοράσεις, και τέλος πάντων αυτό το κοινό που έπεται δεν μπορεί να το μετρήσει κανείς, γιατί είναι πολύ μεγάλο. Εντάξει, το κοινό μου δεν είναι τεράστιο αλλά ποικίλλει ανάλογα με την ταινία, ανάλογα με την χώρα… Στην Κολομβία, ας πούμε, ποιος θα το φανταζόταν, υπάρχει «έδρα Αγγελόπουλου» άρα υπάρχει κι εκεί ένα κοινό. Στην Νέα Υόρκη διδάσκεται το έργο μου… Το κοινό μου, λοιπόν, δεν είναι και δεν ήταν ποτέ μεγάλο. Στις καλύτερες των περιπτώσεων έφτασαν τις εκατό χιλιάδες στην Ελλάδα. Εδώ για μια πολύ σπουδαία, κατά τη γνώμη μου, ταινία «το Βλέμμα του Οδυσσέα» με βραβεία στο φεστιβάλ Καννών, με διθυράμβους κλπ, έκοψε στην Ελλάδα μόνο εξήντα χιλιάδες εισιτήρια. Το «μια Αιωνιότητα και μια Μέρα», με χρυσό Φοίνικα στις Κάννες έκανε μόνο ογδόντα χιλιάδες στη χώρα μας. Αυτό ήταν… Ο «Μελισσοκόμος» έκανε κάπου εβδομήντα χιλιάδες εισιτήρια στην Ελλάδα, ενώ την ίδια περίοδο στην μικρή Ελβετία έκανε πενήντα χιλιάδες. Αν μαζέψετε αυτά ανά τον κόσμο μαζεύεται ένας σημαντικός αριθμός. Αν σκεφτείς ότι μετά περνάνε και στις τηλεοράσεις των χωρών γίνεται ένα άλλο κοινό.

Άρα προσυπογράφετε γι άλλη μια φορά την άποψη του Μπόρχες που προαναφέρατε ότι κάνετε ταινίες για εσάς και για πέντε φίλους (ή για πέντε εκατομμύρια φίλους)

Ναι, και κάνω ταινίες και για άλλον έναν λόγο: για να απαλύνω το χρόνο που περνάει, πάλι σύμφωνα με τον Μπόρχες…

Πιστεύετε ότι ο έρωτας περνάει μέσα από την Ιστορία όπως έχετε δείξει πολλές φορές μέσα από τις ταινίες σας;

Όχι, εγώ με τον τρόπο που προσέγγισε ο Μπρεχτ την ιστορία ήμουν μέχρι και τον «Μεγαλέξανδρο». Από εκεί κι έπειτα η ιστορία γίνεται τοιχογραφία του βάθους. Παλιά νόμιζα πως εμείς κάνουμε την ιστορία, όπως το πίστευε και όλη η Αριστερά. Από ένα σημείο και μετά δεν ξέρω πια. Είμαστε υποκείμενα ή αντικείμενα; Δεν ξέρω αν κινούμε εμείς τα νήματα ή αν υφιστάμεθα την ιστορία. Δεν μπορώ να απαντήσω. Γιατί, αν σκεφτώ, ας πούμε την οικογενειακή μου ιστορία, λέω πως με κανέναν τρόπο δεν έπρεπε να έχουν συμβεί αυτά τα πράγματα. Η Ιστορία έτρεχε έξω από εμάς και έμπαινε στη ζωή μας χωρίς εμείς να το αναζητήσουμε. Μιλάω τώρα για τον οικογενειακό ιστό που διαλυόταν όχι επειδή ήθελε αλλά επειδή τα πολιτικά γεγονότα τον διέλυαν. Ο μαρξισμός έλεγε ότι η ιστορία γράφεται από τις μάζες. Εγώ λέω πως δε ξεκινά ποτέ από τις μάζες η Ιστορία. Ξεκινά από κάπου άλλού. Όταν γράφεται όμως η Ιστορία, δεν φτιάχνεται από τις μάζες . Γενικότερα, δεν ξέρω πια για το πόσο αντικειμενικό είναι να λες αν η ιστορία κινείται μέσα ή έξω από εμάς. Δεν μπορεί βέβαια, να είναι τελείως έξω. Εμείς είμαστε η ιστορία.. «όσο είναι ο Χρόνος εμείς, τόσο είναι και η Ιστορία Εμείς.

Έχετε καθόλου μεταφυσική διάθεση, και απαντήστε όπως θέλετε…

(γέλια) έχω πάντα τα ερωτήματα που, νομίζω, έχει ο καθένας: το «από πού» και «για πού;»

Πιστεύετε ότι με το θάνατο τελειώνουν όλα;

Δεν ξέρω. Επαναλαμβάνω τη φράση ενός χριστιανού που έλεγε ο Ταρκόφσκι όταν συζητάγαμε το ίδιο πράγμα. Ο ίδιος απαντούσε «είμαι αγνωστικιστής» όμως είχε έναν σταυρό στο λαιμό. Και το θεωρούσα και λίγο παιχνίδι. Εγώ δεν ξέρω και δεν ξέρω κι αν μπορεί κανείς να ξέρει. Το ότι μπορεί να πιστεύει ναι, αλλά να ξέρει…; Είναι ένα μελαγχολικό ερώτημα.

Ευτυχώς που υπάρχουν και αυτά τα ερωτήματα που απαλύνουν τη ζωή από το καθημερινό και το σκληρό. Μου φαίνονται μια παρηγοριά και ένα εφαλτήριο για να κάνουμε οι άνθρωποι όλα αυτά τα σημαντικά πράγματα όπως είναι η Τέχνη.
Η Τέχνη είναι η αναζήτηση του ανείπωτου, στην καλή της μορφή. Με αυτήν την έννοια μπορεί να είναι αναζήτηση του αιώνιου.

Παλιότερα είχατε μιλήσει για καλούς και για κακούς κριτικούς και όχι για καλές ή για κακές κριτικές. Υπάρχουν φορές που έχω διαβάσει πράγματα και έχω αναρωτηθεί «έχεις το δικαίωμα στην κριτική;» Μπορεί να έχεις σπουδάσει μια τέχνη αλλά έχεις το δικαίωμα να αποδεχτείς ή να απορρίψεις ένα έργο μόνο και μόνο επειδή συνάδει ή δεν συνάδει με κάποιους προκαθορισμένους κανόνες τέχνης;
Είναι μεγάλο το θέμα της κριτικής. Στην περίοδο που ήμουν εγώ στο Παρίσι έκανα κι εγώ κριτική . Τότε, κάνοντας κριτική εννοώντας την αναζήτηση του καλού. Δεν είχαμε πρόθεση να γκρεμίσουμε αλλά να χτίσουμε. Γι΄ αυτό και οι κριτικοί γινόντουσαν κινηματογραφιστές και δημιούργησαν ένα ολόκληρο κίνημα. Τότε που ήμουν στο Παρίσι ερχόντουσαν ταινίες από όλα τα μέρη του κόσμου. Ήταν η μαγική εποχή του κινηματογράφου. Και είμαι κάθετος σε αυτό: υπάρχουν καλές και κακές ταινίες, όπως υπάρχουν καλά και κακά βιβλία. Υπάρχει μια εκτίμηση. Το θέμα είναι αλλού: πρώτον, πώς γράφει κανείς και δεύτερον, όταν έχεις μια στήλη υπάρχει ένα αίσθημα ευθύνης για το τι γράφεις, πώς γράφεις, σε ποιον απευθύνεσαι και τέλος ποιος είσαι εσύ που κάνεις κριτική. Εκεί είναι το δικαίωμα: Απ όλους αυτούς που κάνουν κριτική πόσοι ξέρουν να κάνουν; Και τέτοια προβλήματα δεν έχουμε μόνο εδώ αλλά και σε άλλες χώρες. Τέτοιες κριτικές δεν προσφέρουν καμιά υπηρεσία στον κινηματογράφο. Λειτουργούν με τη μόδα με τα συμφέροντα., κλπ. Οι δεκαετίες του ’60 και του ’70 ήρθαν σε ρήξη με τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο άνοιξαν το δρόμο για τον «Νέο ελληνικό Κινηματογράφο». Έτσι έγινε και με την Νουβέλ Βαγκ. Σήμερα το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουμε πια κριτική κινηματογράφου. Είναι τρόπος ή άκριτου θαυμασμού ή απαξίωσης. Τι σημασία έχει πια η κριτική για το σινεμά; Το πολύ πολύ να βοηθήσουν μια ταινία να κάνει μερικά παραπάνω εισιτήρια. Τα έργα τέχνης αναμετριούνται με το χρόνο, αναμετριούνται με τις γενιές και ό,τι μείνει θα είναι αυτό που αξίζει. Αυτή η τάση σήμερα της ανύπαρκτης κριτικής δεν θα βοηθήσει στη γένεση ενός νέου κινηματογραφικού κύματος.

Η περίοδος στην οποία αναφερθήκατε πριν στην Γαλλία χαρακτηρίστηκε από τις μεγάλες αναζητήσεις και τις μεγάλες αλλαγές. Βέβαια συνέπιπτε και με την αρχή του τέλους της «Μεγάλης Αφήγησης» σύμφωνα με τον Λυοτάρ. Πάντως, ο χώρος της δημιουργίας, ο χώρο των τεχνών, των επιστημών βρήκε πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης στο Παρίσι στη δεκαετία του ’60 και του ’70, σωστά;

Βέβαια. Εγώ πήγαινα τότε από το ένα πανεπιστήμιο στο άλλο. Έφευγα από το δικό μου και γύριζα. Ήταν πολύς κόσμος εκεί: ο Λεβί Στρως, ο Ξενάκης, ποιους να πρωτοθυμηθώ… ήταν οι πάντες στο Παρίσι. Ένιωθες ότι οι δρόμοι τραγουδούσαν, ένιωθες πως η περίοδος εκείνη έδινε νόημα στη ζωή σου , ένιωθες πως άξιζε να ζεις… Και… δεν ξέρω πια, τριγυρίζοντας με τις ταινίες μου, όταν βλέπω παλιούς μου Γάλλους συμφοιτητές, άλλους παρατημένους … αρκετοί έχουν φύγει… τι να πω; Είναι λίγο μελαγχολικά τα πράγματα. Ζήσαμε εκείνο το πράγμα, το ζήσαμε και δεν ανανεώθηκε, δεν ξαναγεννήθηκε … να, έτσι, να βγαίνουν και καινούριες γενιές.

Αυτό που σκέφτεστε να κάνετε για το αύριο, σαν τρίτο μέρος της Τριλογίας, περιέχει κάποια πρόταση;
Δεν το ξέρω ακόμα. Είμαι σε μια περίοδο που επισκέπτομαι πάρα πολύ τον εαυτό μου και δεν ξέρω τι θα προκύψει. Δεν θέλω όμως να μπω πολύ μέσα, πράγμα που ενδεχομένως με φέρει σε μια απόσταση με τα πράγματα. Θέλω να είμαι συνεχώς μέσα κι έξω. Υπάρχουν πράγματα περίεργα που μου ξυπνούν το ενδιαφέρον. Θα σας περιγράψω μια πρόσφατη εμπειρία μου. Περνώντας από τη Πάτρα ένα βράδυ είδα σκιές και φωτιές πίσω από κάτι δέντρα. Είναι κάποιοι που περιμένουν στο λιμάνι για να φύγουν. Ήταν μια εικόνα που μου δημιούργησε έναν πολύ περίεργο ερεθισμό. Και σκεφτόμουν…. ήταν βράδυ και ερχόντουσαν κάποιοι … κάποιες … και φωτιζόντουσαν από αυτοκίνητο που πέρναγε… το φως τους κάλυπτε και μετά χανότανε… και μετά, κάπου ένας άνθρωπος έτρεχε, κι ύστερα κάποιος τραγουδούσε κάπου εκεί σε μια άγνωστη γλώσσα και βέβαια, ένα γέλιο ή μια σιωπή που κράταγε πολύ. Εγώ έκανα τη διαδρομή. Όταν το είδα ζήτησα από τον οδηγό να με πάει μέσα …ήταν μια σιωπή πραγματική, δεν ξέρει κανείς αν ήταν γέλιο, λέω «γέλιο», αλλά ήταν ένα γέλιο που έμοιαζε περισσότερο με κλάμα παρά με γέλιο, αλλά αντικειμενικά θα έλεγε κανείς ότι κάποιος γελάει αυτή τη στιγμή. Να, αυτή ήταν η εικόνα που είδα. Στη Λάρισα, πάλι, μια φορά ήταν κάτι άλλο: επρόκειτο να μιλήσω στην παρουσίαση μιας ταινίας μου και ο αιθουσάρχης με παρακάλεσε να μην μιλήσω πολύ για να μην … χαθεί όλος αυτός ο κόσμος, να μην φύγει, ώστε να μείνει να δει την ταινία. Μου λέει μήπως μπορείτε να κάνετε αυτή τη συζήτηση έξω αντί για μέσα; Ε, και λέω κι εγώ πού έξω; Λέει, να εδώ απ΄ έξω, στο καφενείο. Κοίταξα, ήταν κάτι σαν ένα Χολ μεγάλο, σκέφτηκα ποιος θα κάτσει τώρα εδώ να κουβεντιάσει, πέστε μου του λέω που θέλετε; Σε λίγο με φωνάζει μου δείχνει, να εδώ, και βλέπω έναν κόσμο, τετρακόσα περίπου άτομα, να έχουν κάνει έναν κύκλο και να περιμένουν. Και κάνουμε μια συζήτηση με ανθρώπους όλων των ηλικιών. Και γύριζε από δω κι από εκεί ένα μικρόφωνο και αισθανόμουν περίεργα αν και το έχω ξανακάνει αυτό, αλλά το να υπάρχει ένας κύκλος γύρω από εμένα και να κουβεντιάζουμε για τα πάντα έτσι στο όρθιο δεν μου είχε ξανασυμβεί. Ή, θυμάμαι μια άλλη φορά στο Μουσικό Λύκειο των Σερρών κάνανε μια γιορτή για μένα. Κι ένας πιτσιρικάς είχε γράψει μουσική και έπαιζε στο πιάνο. Ήταν μια καθηγήτρια που είπε μερικά λόγια, και μετά, τα παιδιά με ρωτούσαν ποια είναι η γνώμη μου για την εξέγερση του Δεκέμβρη. Και κάτσαμε και μιλάγαμε με τα παιδιά, και κάτσανε κι οι δάσκαλοι και ούτε μικρόφωνα ούτε τίποτα και κουβεντιάζαμε έτσι… Αυτά είναι τα κερδισμένα πράγματα και που δείχνουν μια ανάγκη για κάτι άλλο.

Μιλήσατε για σχολείο, θα ήθελα μια γνώμη για τα γεγονότα του Δεκέμβρη, για την εξέγερση της νεολαίας

Κατ΄ αρχήν να δηλώσω ότι είμαι εναντίον της βίας. Και αυτό επειδή η βία γεννάει βία. Όμως, δεν κάνει τίποτα άλλο η εποχή μας από το να ενισχύει την καταστολή. Αυτό είναι το αποτέλεσμα. Κάνει συντηρητικότερη την κοινωνία μας. Όμως έχει ένα πολύ μεγάλο καλό και μιλάω για την εξέγερση καθαρά. Το κατέβασμα στους δρόμους. Αυτό θεωρώ πολύ θετικό. Δείχνει ότι αυτοί οι μικροί άνθρωποι αισθάνονται ότι κάτι δεν πάει καλά. Μπορεί να μην το συνειδητοποιούν εκατό τοις εκατό, αλλά αισθάνονται αυτό το λάθος. Κάτι νιώθουν. Εγώ τουλάχιστον έτσι το εκτίμησα.

Νομίζω ότι τα παιδιά, παρακολουθώντας με τον δικό τους τρόπο τον δημόσιο βίο νιώθουν ένα έντονο κενό στο αίσθημα δικαίου με τη γενικότερη έννοια του όρου: πολιτική και κοινωνική διαφθορά. Στα παιδιά αυτά έχουμε στερήσει το δικαίωμα να ονειρεύονται, το μεγαλύτερο πλήγμα που μπορούμε να δώσουμε σε μια νέα γενιά.

Ο ποιητής Λαπαθιώτης λέει «χωρίς πίστη, χωρίς έρμα, εγίναμε το λάφυρο του ανέμου». Και αυτό είμαστε σε τελική ανάλυση. Πού να πιστέψουν σε τι να πιστέψουν αυτά τα παιδιά όταν ανοίγοντας την τηλεόραση βλέπουν αυτά που βλέπουν; Η τηλεόραση είναι η επαφή τους με το καθημερινό γίγνεσθαι.
Εγώ βλέπω περπατώντας τα καλοκαίρια έξω από τα σπίτια, να υπάρχουν ανοιχτές πόρτες, ανοιχτά παράθυρα και ανοιχτές τηλεοράσεις. Όλη τη ζωή μας την διατρέχει η τηλεόραση. Αλλά μέσα από αυτό το μέσο περνάει και όλη η ασχήμια. Έχουμε γονείς που εργάζονται όλη μέρα, λείπουν από το σπίτι, τα παιδιά κάθονται μέσα, βλέπουν ο,τι βλέπουν, είναι φυσικό να εξεγερθούν. Παρατηρούμε ότι στην Αμερική, στην Ευρώπη παίρνει ένα μαθητής ένα όπλο και ξεπαστρεύει μερικούς συμμαθητές του στο σχολείο (σημείωση: το περιστατικό στην Ελλάδα δεν είχε ακόμα συμβεί). Εδώ ακόμα δεν συνέβη αλλά συμβαίνουν άλλα. Και μετά βγαίνουν και λένε, ο ένας ήταν άρρωστος, ο άλλος ήταν πολύ ευαίσθητος, ο άλλος ήταν βλαμμένος… δεν ξέρω, εγώ το μόνο που ξέρω είναι ότι συμβαίνει και αυτά είναι μορφές παθογένειας ή μάλλον το αποτέλεσμα μιας παθογένειας.

Είστε ένας άνθρωπος που έχετε φορτωθεί με βραβεία. Πολλοί καλλιτέχνες ακόμα και βραβευμένοι έχουν υποστηρίξει δημοσίως ότι ένα μεγάλο μέρος αυτών των βραβείων είναι προαποφασισμένα. Είναι έτσι;

Κοιτάξτε υπάρχουν βραβεία που είναι δίκαια και άλλα που δεν είναι. Εκείνο που έχει σημασία είναι να το αισθάνεσαι κι εσύ ο ίδιος. Να ξέρεις πως εκείνοι που σε βράβευσαν αγάπησαν το έργο σου κι ότι αυτό δεν είναι αποτέλεσμα μιας συναλλαγής. Εγώ έχω κάνει μέλος κριτικών επιτροπών στις Κάννες, στη Βενετία, στο Βερολίνο, συνεπώς γνωρίζω πως γίνεται ή όλη διαδικασία. Εκείνη την χρονιά με το «Βλέμμα του Οδυσσέα» στις Κάννες που δεν πήραμε το πρώτο βραβείο, δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα ήταν τόσο φτηνή αυτή η διαδικασία.

Πιστεύετε ότι χρειάζεται ένα δημιουργός να είναι μακριά από τις όποιες οικογενειακές του υποχρεώσεις; Εσείς έχετε τρεις κόρες και έχετε ομολογήσει ότι δεν τις ζήσατε., Είναι ανάγκη για έναν δημιουργό αυτό, πιστεύετε ότι προκειμένου να δημιουργήσει δεν μπορεί να κάνει αλλιώς;


Κοιτάξτε βλέπω τώρα τον εγγονό μου να μεγαλώνει και ομολογώ ότι αυτά δεν μπόρεσα να τα ζήσω με τα παιδιά μου. Υπήρξε πριν χρόνια περίπτωση που χρειάστηκε να παρατήσω τα πάντα καιν ασχοληθώ για έναν ολόκληρο χρόνο μόνο με την μικρή μου κόρη που ένιωθα ότι μπορούσα να τη χάσω. Ευτυχώς την κέρδισα.

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009

"μην πιάσαν τον Αλδεβαράν, μην κλέψανε τα άστρα;..."


Είναι πολύς ο θόρυβος της πόλης και συνάμα βαρύς ο θόρυβος της ζωής όταν αυτή εισχωρεί σε «υπεύθυνα» ενήλικα άτομα. Βιώνουμε ως ενήλικες και τα δύο είδη θορύβων μαζί με άλλους γλυκύτατους θορύβους της ζωής ή, καλύτερα, ήχους που λέγονται έρωτας, αγάπη, παιδιά, νόστος, φιλία, ιδέες… Τους θορύβους τους ακούμε. Τους ήχους τους αφουγκραζόμαστε. Να, λοιπόν, που θαυμάσια εδέσματα από ήχους των παιδικών μου χρόνων έρχονται συχνά πυκνά στην μνήμη μου. Θυμάμαι τα καλοκαίρια στο χωριό μου να έρχεται απαλά η Νύχτα με Νι Κεφαλαίο και να είναι στολισμένη σαν Νύφη με Νι Κεφαλαίο. Το Νυφικό ήταν τα αστέρια του ουρανού και η ουρά του Νυφικού ήταν ο Ιορδάνης Ποταμός, ο Γαλαξίας μας. Και ήταν εκείνες οι νυχτερινές Ουράνιες εξερευνήσεις μου που ξεπερνούσαν κάθε Λουντεμικό συνειρμό, που έκαναν τις έννοιες του «θαυμάζειν» και του «απορείν» να διεισδύουν σχεδόν ερωτικά η μία στην άλλη, που έκαναν τον νου να αναθαρρεύει και να σαλεύει σε αέναους διαδρόμους της Ύλης, του Πνεύματος, του Σώματος, του Αίματος, της Ιστορίας, του Όλου, του Χάους, της Θεογονίας. Αργότερα, διδάχθηκα Αστρονομία, Μαθηματικά, Φυσική, έγινα και Μαθηματικός, και έκτοτε εξακολούθησα να ενημερώνομαι για τα τεκταινόμενα στο χώρου της Επιστήμης του Μεγάκοσμου. Παρ΄ όλα αυτά, κάθε φορά που θα κοιτάξω τ΄ αστέρια λέω, ως άλλος Σωκράτης, «τι είναι Αυτό;»…
Περίμενα, λοιπόν, με λαχτάρα, εκείνα τα τρυφερά χρόνια, να καθίσω την νύχτα έξω στην αυλή του σπιτιού στο χωριό, να γυρίσω τα μάτια σαν ιερόσυλος Εκεί Ψηλά και να αναρωτιέμαι την ίδια στιγμή για χίλια πράγματα και να δίνω μέσα από το αστέρινο βλέμμα σε κάθε ερώτηση μυριάδες απαντήσεις. Όμως, ένα βράδυ του Ιούλη, θα ‘μουν δεν θα ‘μουν 14 χρονών, ανακάλυψα ότι τα αστέρια χάθηκαν. Όχι γιατί κρύφτηκαν πίσω από σύννεφα, αλλά επειδή το κοινοτικό συμβούλιο αποφάσισε να βάλει έξω ακριβώς από την αυλή του σπιτιού μου ένα στύλο με λάμπα που, ναι μεν εξυπηρετούσε τους ανθρώπους, αλλά καθώς αυτή έριχνε το τεχνητό της φως στα παιδικά μου μάτια, μού έκοβε το φυσικό φως των αστεριών. Θύμωσα!… Μα γρήγορα το μυαλό μου πήρε στροφές και βρήκα τη λύση: πήρα πέτρες … Κι αντί να πετραδίσω το φεγγάρι, ως άλλος Ψαραντώνης, άρχισα να πετραδίζω τη λάμπα του στύλου, εκείνη τη λάμπα που με το φως της έσβηνε το φως των αστεριών, το φως των ονείρων μου. Παρά την αδεξιοσύνη μου στο σημάδι, δεν χρειάστηκαν αρκετές προσπάθειες. Ένα θαυμάσιο «ΠΑΦ!!…» ακούστηκε, και ο κήπος και η αυλή λούστηκαν και πάλι στο φως των αστεριών!
Σήμερα, όσοι ζούμε στις πόλεις ξεχάσαμε τι θα πει «έναστρος ουρανός». Είτε γιατί τον σκεπάζει η φωτεινή αχλύ από τα πολλά φώτα, είτε επειδή κάποιου είδους μυστήριο βλαβερό νέφος θα έχει επικαθίσει πάνω από το κάθε «κλειστόν άστυ». Το παράδοξο είναι ότι αν κάποια γωνιά της πόλης δεν φωτίζεται, ζητάμε να φωτιστεί και αυτή, δήθεν για «λόγους ασφαλείας». Έτσι, δεν μας απομένει πια, παρά να περιμένουμε το καλοκαίρι, να βρεθούμε νύχτα σε κάποια παραλία για να δούμε το θαύμα της ζωής να υπερίπταται πάνω από τα ματαιόδοξα κεφάλια μας. Μάλλον θα πρέπει πλέον να θεωρήσουμε τον έναστρο ουρανό ως στοιχείο της παγκόσμιας πολιτιστικής μας κληρονομιάς και να θεωρηθεί είδος «υπό προστασία» για να μην το δούμε κάποια μέρα και αυτό είδος «υπό εξαφάνιση». Πότε επιτέλους θα σβήσουμε τα ψεύτικά μας φώτα, να πέσει το σκοτάδι και να καταλάβουμε ότι αρκεί ένα βλέμμα εκεί ψηλά για να δούμε τα όνειρα όλων των ανθρώπων να γίνονται αληθινά;

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2009

Night On Earth - "Second Hand" και συνέντευξη στο περιοδικό Δίφωνο - Φλεβάρης 2009



Το συγκρότημα Night On Earth παρουσιάζει τη δεύτερη δουλειά του, δύο χρόνια μετά από τη κυκλοφορία του πρώτου τους διπλού CD. Πριν από 3 περίπου χρόνια προσέγγισαν τον Θανάση Παπακωνσταντίνου (Θ. Π.) και τον έφεραν σε επαφή με τα πειράγματα που είχαν κάνει οι ίδιοι σε δικά του τραγούδια. Δεν άργησε να προκύψει μια συνεργασία και μια στήριξη του συνθέτη προς το συγκρότημα που καρπό της είχε αυτήν την παραγωγή: το νέο τους έργο είναι το “Second Hand”, μια πρόταση διασκευών πάνω σε τραγούδια του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Μέχρι τώρα ο Θ.Π. μάς είχε συνηθίσει, ως επί το πλείστον, σε live διονυσιασμούς, για να μας «γλυκάνει» τα αιώνια ερωτήματα του Χρόνου, του Θανάτου, του Υπερπέραν. Αυτή η θεματολογική βάση στάθηκε το εφαλτήριο για τους Night On Earth ώστε να ξαναδουλέψουν ένα ερωτικό (τα «Λάφυρα») και άλλα οκτώ τραγούδια μεταφυσικού περιεχομένου του Λαρισαίου τραγουδοποιού συν ένα ορχηστρικό του που εδώ παρουσιάζεται με στίχους. Η  Σοφία Σαρρή κρατά τα σκήπτρα στη φωνή διατηρώντας την σε ένα τεντωμένο σχοινί μεταξύ πραγματικού και φανταστικού. Το βιολί του Γιάννη Κρητικού απαλύνει - χωρίς να μας διώχνει - το αίσθημα του φοβικού δέους που προκαλεί αυτή η θεματική. Το πιάνο του Κωστή Ζουλιάτη φαντάζει να κρατά τις ισορροπίες σε ένα δύσκολο, ομολογουμένως, εγχείρημα. Όλα τα κομμάτια κατασκευάζουν ένα περιβάλλον με χαμηλό έως ανύπαρκτο φωτισμό, είναι υποβλητικά, σπαρακτικά και εκτείνονται στο χώρο και στο χρόνο. Το πρώτο κομμάτι («Γλώσσες του Κάμπου») συνιστά από μεριάς τους την καλύτερη δυνατή εισαγωγή στο θέμα και αξίζει η εισαγωγή να γίνει "μάθημα" σε έργα του είδους. Επηρεασμένο από το έργο “Tongues of Fire” του Γιάννη Χρήστου, πρόκειται για μια έντεχνη «βαβέλ» ήχων και στίχων που έχουν άμεση παραπομπή στο μέχρι τώρα έργο του Θ.Π. Τα τραγούδια «Λάφυρα» και «του Ασώτου» διατηρούν τον ελληνικό στίχο ενώ τα υπόλοιπα οκτώ παρουσιάζονται με ελεύθερη απόδοση στα Αγγλικά. Το “Atman” μοιάζει με ένα αγωνιώδες τριπ αναζήτησης εξόδου από κινούμενες σκιερές λούπες του φωτός μας έρχονται στο νου παραπομπές του τύπου «Κραυγή» του Μουνκ. Νομίζω πως ακούγοντάς το και κλείνοντας τα μάτια δύσκολα θα αποφύγεις εκτινάξεις φόβου από τον ίδιο σου τον εαυτό. Κατά την άποψή μου μια από τις κορυφαίες στιγμές του έργου είναι η δύναμη, η ένταση και η συγκίνηση του τραγουδιού «Τρεις Ανθοί», εδώ με τον τίτλο "Crocus". Η Σοφία δίνει για άλλη μια φορά τα ρέστα της. Όμως, τέλος καλό όλα καλά. Κάθε ταξίδι με το τρενάκι του τρόμου τελειώνει με ένα ... χαμόγελο. Η παρέα φροντίζει να μας … γλυκάνει στο τέλος υπενθυμίζοντάς μας πως «τα βήματά μας, άθελά μας , είναι δώρα ακριβά…» μέσω του δικού τους Vesper (Αποσπερίτη). Πρόκειται, εν τέλει, για έναν δίσκο που μας παίρνει από το χέρι για να κινηθούμε σε επικίνδυνες και γοητευτικές ατραπούς…. Και, αλήθεια,τι θα ήταν η γοητεία χωρίς τον κίνδυνο; Ας παίξουμε το παιχνίδι...


Η πρώτη επίσημη παρουσίαση του δίσκου "Second Hand" θα γίνει από άπασα την  κολλεκτίβα των Night On Earth την Πέμπτη 19 του Μάρτη 2009 (γιορτάζουν ο Χρύσανθος και η Χρυσάνθη ...  άσχετο...) στο Gagarin 205  . Πιστοί και άπιστοι (προπαντός οι τελευταίοι) ακυρώστε κάθε ραντεβού σας για εκείνη τη μέρα προκειμένου να έχετε την εμπειρία μιας ... Νύχτας στη Γη




Συνέντευξη στον Αντώνη Περιβολάκη

Οι Night On Earth δούλεψαν πάνω στους δρόμους του Θανάση Παπακωνσταντίνου και μας παραδίδουν στη δική τους γλώσσα τα …«μεταχειρισμένα» τραγούδια του στο δεύτερο τους CD με τον τίτλο «Second Hand».

Τι είναι το σχήμα των Night On Earth και πως λειτουργεί;

Σοφία Σαρρή (φωνή): Υπάρχει ένας βασικός πυρήνας -που αποτελείται από εμάς τους τρεις και τον κιθαρίστα Βασίλη Λαγό- και γύρω από αυτόν προστίθενται κι άλλα μέλη, ανάλογα με τις περιστάσεις.
Κωστής Ζουλιάτης (πιάνο): Είμαστε μια παρέα μουσικών που δεν έχουν κανένα –μα κανένα- στεγανό στο πώς ακούνε μουσική. Όταν όμως, μαζευόμαστε και παίζουμε, προσπαθούμε να δούμε τη μουσική από μια συγκεκριμένη οπτική, κάτω από κάποια ιδέα. Δεν είναι αναγκαστικά συγκεκριμένο ύφος ή στυλ, αλλά παίζουμε σύμφωνα με το που συναντιόμαστε.

Ο πρώτος σας δίσκος που βασίστηκε στο trip hop έκλεισε κιόλας δύο χρόνια. Πείτε μας λίγα πράγματα για το πώς υιοθετήσατε ή πώς πειράξατε εσείς αυτό το είδος.
Κ.Ζ : Το trip hop είναι ένα ξεπερασμένο πλέον μουσικό ιδίωμα το οποίο με περίσσιο θράσος θεωρήσαμε ότι μπορούμε να εξελίξουμε, αλλά στη βάση ενός ζωντανού παιξίματος, αφού ως κίνημα ξεκίνησε και εξαντλήθηκε πάνω σε μια ηλεκτρονική βάση (Tricky, Massive Attack κ.α.) –το οποίο ήδη ήταν μια πιο ραδιοφωνική, ατμοσφαιρική και σκοτεινή εξέλιξη του hip hop. Κάναμε μια απόπειρα να κρατήσουμε τα αργά tempo και αυτές τις διαθέσεις, τις πιο μελαγχολικές μελωδίες, την κινηματογραφική ατμόσφαιρα… Το δοκιμάσαμε ζωντανά και με μια «αίσθηση απλώματος στο χρόνο», θέλοντας να δώσουμε στις ιδέες χώρο να αναπτυχθούν και να τριπάρουν. Επίσης επιδιώκουμε στις συνθέσεις μας να υπάρχει μια αφήγηση και όχι η κλασσική δομή κουπλέ – ρεφρέν. Έτσι ξεκινήσαμε, αλλά τώρα στον καινούριο μας δίσκο το στοίχημα είναι εντελώς διαφορετικό. Τα πιο ατμοσφαιρικά κομμάτια τυχαίνει να διαρκούν λιγότερο από 3 λεπτά.
Γιάννης Κρητικός (βιολί): Προσαρμοστήκαμε στο νέο μας υλικό που ήταν τα τραγούδια του Θανάση Παπακωνσταντίνου. Και ήταν ένα στοίχημα για μας το να «πέσουμε» από τα 15 λεπτά της πρώτης μας δουλειάς στα 3 με 5 λεπτά. Στις ζωντανές εμφανίσεις μας, τα ίδια κομμάτια ίσως εκτείνονται σε διάρκεια, αλλά ένα live έχει διαφορετική αίσθηση του χρόνου απ’ότι ένας δίσκος.
Σ.Σ.: Θέλαμε να διατηρήσουμε ένα ύφος συγκεκριμένο, αναγνωρίσιμο. Αυτός που θα ακούσει και τον παλιό και τον καινούριο δίσκο θα καταλάβει ίσως ότι πρόκειται για τους ίδιους μουσικούς. Ηχητικά, δηλαδή, κατευθυνόμαστε από μια συγκεκριμένη αισθητική προσέγγιση. Μπορεί οι συνθέσεις και οι φόρμες να έχουν αρκετά μεγάλη διαφορά σε σχέση με τον πρώτο δίσκο, αλλά ο ήχος του γκρουπ είναι διακριτός και στις δύο δουλειές μας.

Η μουσική σας προκαλεί μια μεταφυσική διάθεση για ένα ταξίδι ονειρικό και χαμηλού φωτισμού. Το επιδιώκετε ή είναι μια καθαρά τεχνική διαδικασία που προκαλεί τέτοια συναισθήματα στον ακροατή;
Σ.Σ.: Νομίζω ότι η μουσική που προκύπτει σχετίζεται με την ιδιοσυγκρασία του κάθε μουσικού. Εγώ νιώθω πως είναι μια μουσική που μας προκύπτει όταν κλείνουμε τα μάτια μας και …παίζουμε.
Γ.Κ.: Είναι ένα κομμάτι που έχουμε όλοι μέσα μας και που μας προκύπτει όταν παίζουμε όλοι μαζί. Μπορεί να έχουμε διαφορετικά πράγματα που κάνουμε και ακούμε ο καθένας, αλλά βρισκόμαστε για να τα ενώσουμε. Νομίζω πως μας βγαίνει αυθόρμητα.
Κ.Ζ.: Συμπληρώνοντας πάνω σε αυτό, υιοθετώ κι εγώ την αντίληψη που έχει διατυπωθεί από άλλους ότι η μεγάλη Τέχνη καλείται να αντιμετωπίσει την έννοια του Θανάτου. Δεν αξιώνομαι, σε καμία περίπτωση, για τη δουλειά μας τη σφραγίδα της «μεγάλης Τέχνης», αλλά μπορώ να το πω, ας πούμε, για τη μουσική του Παπακωνσταντίνου με την οποία ασχολούμαστε σε αυτόν το δίσκο. Εννοώ ότι ενώ οι συναυλίες του Θανάση και των Λαϊκεδέλικα χαρακτηρίζονταν από ένα διονυσιασμό, στην πραγματικότητα τα τραγούδια του αντιμετωπίζουν το θάνατο «αντρίκεια», χωρίς περιστροφές και υπεκφυγές. Έχει γράψει στίχους «ξυράφια». Τώρα, το ότι στη μουσική μας –πρωτότυπη ή ακόμα και στις διασκευές- κυριαρχεί μια μινόρε «μελαγχολική» κατάσταση δεν νομίζω ότι σχετίζεται με κάποια δική μας απόλυτα συνειδητή απόφαση ή με το αν είμαστε μίζεροι και καταθλιπτικοί τύποι. Πάντως, συχνά από τον κόσμο που έρχεται στα live παίρνουμε το μήνυμα πως έφυγαν με μια αίσθηση πληρότητας, δηλαδή συναισθημάτων περισσότερων του ενός. Έτσι κι αλλιώς, όμως, το συναίσθημα δεν μπορεί να είναι κάτι που επιδιώκεις.

Γιατί επιλέξατε να εργαστείτε πάνω στη δουλειά του Θανάση;

Γ.Κ. Για κάποιους από εμάς ίσως ήταν και ένα απωθημένο κάπως «παιδικό», αλλά τελικά ...έτυχε. Κάποτε είπαμε στο Θανάση ότι σε πολλές παραστάσεις του σχήματος, παίζαμε «πειραγμένα» κάποια τραγούδια του και τότε αυτός μας πρότεινε να βάλουμε κι άλλα και να τα κάνουμε δίσκο.

Ο Θανάσης υπήρξε ίσως και πιο προσιτός σε σχέση με άλλους; Σας άφηνε πιο χαλαρούς;
Σ.Σ.: Ήταν αυστηρός στις κρίσεις του, αν και κυρίως επέβλεπε χωρίς να παρεμβαίνει συνέχεια. Έλεγε τη γνώμη του και καθοδηγούσε χωρίς να γίνεται ποτέ εκβιαστικός.
Κ.Ζ.: Μπορεί ο Θανάσης, ως αυτοδίδακτος μουσικός, να μην έχει τη «λόγια εκπαίδευση» που έχουν οι περισσότεροι από εμάς, ξέρει όμως πολύ καλά τι να ζητήσει. Όποτε φαινόταν ότι βολευόμαστε με μια ιδέα, εκείνος μας «ξυπνούσε», προσπαθώντας να βρει, δηλαδή να βρούμε, κάτι διαφορετικό. Και έδειχνε επιμονή –και υπομονή- όταν φαινόταν ότι κάτι πραγματικά μας έλειπε.
Σ.Σ.: Μια παρένθεση: εδώ πρέπει να υπογραμμίσουμε και το ρόλο του Χρήστου Μέγα που ως ηχολήπτης και, σχεδόν ως συμπαραγωγός, έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο.
Γ.Κ.: Λειτούργησαν και οι δύο σαν το φίλο που προσπαθεί να σε συνεφέρει από ένα τρελό ενθουσιασμό. Ο Θανάσης, όντας παραγωγός, όποτε υπήρχε διαφωνία στο αποτέλεσμα, ήθελε να σιγουρευτεί ότι ήμασταν απόλυτα σίγουροι γι αυτό που προτείναμε. Τότε, το δεχόταν.

Οι ηχογραφήσεις του δίσκου πώς έγιναν;
Σ.Σ.: Ένα μέρος τους έγινε στο studio Sierra στην Αθήνα και τα υπόλοιπα έγιναν στο studio του Θανάση στο Μεταξοχώρι της Λάρισας. Φιλοξενηθήκαμε, ζήσαμε στο μαγευτικό περιβάλλον του χωριού, δουλέψαμε στις ηχογραφήσεις -μια διαδικασία που κράτησε σχεδόν πάνω από μισό χρόνο με πολλά ταξίδια.
Κ.Ζ.: Δουλεύαμε τη μουσική μας, κάναμε βόλτες, χαζεύαμε το μέρος, την πρωινή ομίχλη… Ήταν όλα σημαντική πηγή έμπνευσης.

Στη διασκευή του – κλασσικού πλέον – ‘Όταν χαράζει’ ακούγεται η μητέρα του Θανάση να διαβάζει τα λόγια που τραγούδησε πριν από 10 περίπου χρόνια ο Αγγελάκας. Τίνος ιδέα ήταν;

Κ.Ζ.: Ήταν ιδέα του Θανάση να δοκιμάσουμε τη φωνή της μητέρας του, τη μόνη ίσως μη δισκογραφημένη μέχρι τώρα φωνή της οικογένειας…
Σ.Σ.: Νομίζω πως η φωνή της ήταν πολύ υποβλητική. Εμένα με συνεπήρε, σε σημείο που θα μπορούσα να πω ότι …με τρόμαξε.
Κ.Ζ.: Μοιάζει με την κλασική συνταγή στα θρίλερ, όπου ο πιο αθώος και απλός χαρακτήρας κορυφώνει και την ένταση.

Και το τελευταίο κομμάτι του δίσκου; Κάτι κρύβει…
Κ.Ζ.: Αναφέρεσαι στην πειραγμένη ορχηστρική εκδοχή του ‘Αποσπερίτη’, την οποία ακολουθεί μια μικρή «κρυφή» έκπληξη, μια μουσική αποφώνηση... Αλλά το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε για να διατηρηθεί το στοιχείο της έκπληξης είναι να μην πούμε τίποτα παραπάνω...

Πιστεύετε ότι αυτά τα κομμάτια θα τα γράφατε όπως τα γράφετε αν δεν είχατε κάνει τις σπουδές μουσικολογίας στο πανεπιστήμιο πέρα από τις σπουδές στο ωδείο;

Κ.Ζ.: Ανάμεσα σε άλλα, στο πανεπιστήμιο μάθαμε ότι η γνώση μας για κάτι δεν αναιρεί το συναίσθημα που αυτό παράγει. Η μουσική οφείλει να γεννά στον ακροατή τη μαγεία, είτε αυτός κατέχει τα μυστικά της μουσικής δημιουργίας είτε όχι. Η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι έχουμε πολύ συγκεκριμένες «λόγιες» επιδράσεις και αντίστοιχες αφετηρίες. Αλλά, από την άλλη, βαδίζοντας αυτόν το δρόμο κι όχι άλλο, δεν μπορούμε να γνωρίζουμε που θα μας έβγαζε ο ...άλλος και πως θα παίζαμε.

Σας επηρεάζουν οι δημοσιευμένες κριτικές;

Σ.Σ.: Παλιότερα, λόγω ανωριμότητας, απειρίας, ηλικίας και …φύλου, ήμουν πιο ευαίσθητη στις κριτικές και επηρεαζόμουν. Σήμερα δεν με πολυαφορούν. Με αφορά περισσότερο τι παίρνει ο κόσμος από τα live και τι σχέση δημιουργώ με τους άλλους μουσικούς. Ανεξάρτητα, όμως, από το χαρακτήρα της κριτικής, θυμάμαι αυτό που μου’χε πει κάποτε η δασκάλα μου: δεν χρειάζεται για κάθε αρνητικό σχόλιο που θα ακούσω να ζητάω σαν αντίβαρο ένα καλό.
Κ.Ζ.: Θα υιοθετήσω τον αφορισμό του μεγάλου αθλητή Μάικλ Τζόρνταν που είχε πει «ο κόσμος βλέπει και κρίνει, εγώ παίζω και νιώθω», ορίζοντας ίσως όλους τους ρόλους και τα όρια αυτών, ακόμα και στην τέχνη.
Γ.Κ.: Κάθε κριτική είναι μόνο μια γνώμη μέσα στις άλλες, απλώς έχει δημοσιευτεί. Έχει σημασία να ξέρεις τι είναι αυτός που γράφει την άποψή του, τι γνώσεις έχει, τι αισθητική… Τότε αποκτά το δικό της ειδικό βάρος η εκάστοτε κριτική.

Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2009

Από το Τείχος των Δακρύων στο "Ράλλυ των Δακρύων"


Παλαιστίνη!

Σαν μια Πελοπόννησος, τόση δα είναι...

κι όμως είναι εδώ και τρεις χιλιάδες τριακόσια χρόνια μια γη που ολοι την ποθούν αλλά δεν θα πάρει ποτέ κανείς...

τόπος που γένησε τρεις θρησκείες: Ιουδαϊσμό, Ισλαμισμό, Χριστιανισμό. 

Υπάρχουν εκεί και οι τρεις, ανευλαβείς και λεηλατημένες...

Και η Γάζα, η πρώτη των πρώτων, αποικια κάποιων "Φιλισταίων" (Πελασγών)  που αργότερα μετονομάστηκαν σε "Παλαιστίνιους". (Μια λωρίδα με μόλις ... 64 χιλιόμετρα μήλος και 12 πλάτος).  Κι ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν μαζί με άλλα φύλλα,  Αχαιών, Σικελών και Δαναών. Να γιατί νιώθουμε αδέρφια με αυτόν το λαό. Και αυτοί μας νιώθουν ακόμα περισσότερο απ΄ ο,τι εμείς. Και περιμένουν από εμάς... Περιμένουν...

Ίσως... λέω... ίσως, αν δεν είχαμε γίνει αρκετά αναίσθητοι και εθισμένοι στους "πολέμους του καναπέ", ίσως και να κάναμε κάτι παραπάνω. Ίσως ακόμα - ακόμα και να είχε τα κότσια κάποιος από αυτούς που βρίσκεται στους γνωστούς θώκους της χώρας μας να καταδικάσει το Ισραήλ πριν από τον συντηρητικό Σαρκοζί και την ομογάλακτή του Αγγέλα Μέρκελ.

Πόσο ξεφτιλισμένοι πρέπει να έχουμε βρεθεί στα μάτια τους;

Μακάρι, μακάρι να υπάρχει (που αμφιβάλλω) ένας Θεός να αναπαύσει τις ψυχές των Παλαιστινίων που "φεύγουν". Μόνο γι΄ αυτό το λόγο θα ήθελα να υπάρχει ένας Θεός... μόνο γι  αυτό.

Κι αν υπάρχει, ας μην είναι ... νεοέλληνας.

Σήμερα Ο Γ. Κακουλίδης όταν του ζητήθηκε να κάνει μια ευχή για τη νέα χρονιά είπε "τώρα δεν μπορώ πια να εύχομαι ... μπορώ μόνο να προσεύχομαι"