Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2007

Λεληθότως


Αποστρέψαμε το βλέμμα από τις οιμωγές των τρωκτικών
Quelle banalite!...
Εστιάσαμε στην μικροσκοπική γιγαντοοθόνη
“No Signal” μετέδιδαν τα ηχεία εν είδει σειρήνας
Υψίσυχνοι συριγμοί ανάδευαν στεναγμούς ηδονής και ωδίνης
Δεν το αντέξαμε
Γίναμε διάφανοι και ω! του θαύματος!
Απωλέσαμε (επιτέλους) τον ίσκιο μας.
Ευθύς στοιχήθηκαν οι σκέψεις μας στη σειρά
Το ευτύχημα είναι ότι παίξαμε μαζί τους
Τις χαϊδέψαμε, τους κάναμε καψώνια
Ήταν καλές μαζί μας...
Ώσπου τις ρωτήσαμε "ποιος είναι ο δρόμος για ένα Άστρο;"
Έκαστη σκέψη μας ράπισε δις
Ύστερα σπρώξαμε την πρώτη και καλύτερη, αυτήν της Επιβίωσης,
Έπεσαν όλες υπακούοντας στον νόμο της Μαθηματικής Επαγωγής
Έτρεξε εκτόπλασμα από τα σκέλη τους
Το μαζέψαμε, το αλείψαμε στους λαγόνες
Και μετά, όπως ήταν φυσικο, κληθήκαμε για το Νηκτικό Δείπνο
Καταβροχθίσαμε με βουλιμία το παρελθόν μας
Και γρυλίσαμε ευχαριστημένα, εμείς, τα γουρούνια της Κίρκης

Χαίρε ήθος (στον A. Schoenberg)


Χαίρε ήθος, και ήθος των δημίων
Ήθος των απόστρατων συλλογισμών
Χαίρε ήθος σεσημασμένο στα σανατόρια του Λευκού Όρους
Ώριμο προς ανάπτυξη επί των λεμφαδένων
Χαίρε ήθος στρεπτό και οξύρρυγχο
Γεννημένο εκ της κεφαλής του επιληπτικού άνω θρώσκοντος
Αφελώς υιοθετηθέν από τους φορείς της λεϊσμανίασης
Εσχάτως εντοπισθέν υπό της κανδέλας της εναντίωσης
Χαίρε ήθος ως χρησμός σιβυλλικός και ερμαφρόδιτος
Ίσκιος διαγεγραμμένος επί της σιγμοειδούς μου σκολίωσης
Γλυκόπικρη παρατρεχάμενη συντροφία της λοβοτομής μου
Χαίρε ήθος κομψό ως κορώνα της Ασμαχάν
Χαίρε σαρκοβόρο αίτιο δράσης των βλεννογόνων μου
Χαίρε μελανόμορφε αντλιοστάτη της ντοπαμίνης μου

Συνάντηση


Μπήκαν σιωπηρά στο δωμάτιο
Σήκωσαν την κουβέρτα και βρήκαν ένα φεγγάρι
Λιωμένο από το κρύο
Μοβ αναταράξεις εκλύονταν από την περιφέρειά του
Φωνές που ικέτευαν για ελεημοσύνη φλέγονταν στο κέντρο
Μυρωδιά καμένης ανάμνησης
Ουρές ερπετών κινούνταν στο διηνεκές
Χορός του πανικού μέσα σε τετράγωνες σκέψεις
Συνοφρυώθηκε το Ατμαν
Αδέσποτοι παφλασμοί των βλεφάρων έσκαγαν
Κάθε ενάμισι δευτερόλεπτο στην κοίτη του θανάτου
Ατένισαν τον οπιούχο αέρα του δωματίου
Και ξέπλυναν τα μάτια τους με άμμο θαλάσσης

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2007

Από τα Φαγιούμ


Ματαιότητα. Επιφάνεια κόκκινου πάγου.
Δεν μπόρεσα να μπήξω τα νύχια
δεν κατάφερα ένα χτύπημα
εκμεταλλευόμενος τη λιγοστή μου δύναμη
για επιβολή.
Εχασα τον προσανατολισμό. Εγινα έρμαιό της.
Με εξάρθρωσε.
Μου έφαγε τις αισθήσεις- Τυφλός, παραιτημένος
να στριφογυρίζω στο πουθενά.
Να μην ελέγχω την πτώση
στην άλω των δευτερολέπτων
τη στέρηση και την επιλογή να διευκρινίζω
την εφικτή αιωνιότητα
ίσως και το φανταστικό της επιστέγασμα.



Σημείωση: θα ήθελα αυτούς τους στίχους του Γιώργου Λίλλη να τους είχα σμιλεύσει εγώ. Ευτυχώς ... έπεσαν σε καλά χέρια!

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2007

Ακούσια επέμβαση


Πήρε τη μεγάλη απόφαση να περπατήσει στο τσιμέντο
Μα ήταν φρέσκο και βούλιαξε μέσα στις αναμνήσεις της
Της τείναμε χέρι βοηθείας
Αλλά οι αναμνήσεις της και οι αναστολές της δεν είχαν έλεος
Οπισθοχωρεί, χορεύει σε σκοτοδίνες βενζόλιου
Πέφτει!...
Επανέρχεται με τριγμούς και οδυρμούς
Σε ένα Πανδοχείο στη μέση της επαρχιακής οδού «Θέλω – Ορίζομαιι»
Σφίξαμε τα χείλη, προτάξαμε τα στήθη μας
Της φωτίσαμε το πρόσωπο
Κι είδαμε τη φωτιά στις κόρες της
Τις αστραπές στις παρειές της
Τους δαιδαλώδεις ηλετροφόρους αγωγούς της υπόφυσης
Της στείλαμε ανάσες με χείλη κρεμώδη
Της στείλαμε κεραυνούς από τα βάθη της Ιωνίας
Και μέντα από την Ζώνη της Ιππολύτης
Κι αυτή μας ανταπέδωσε ανάσες από φρέσκο χιόνι
Και εκπνοές χλωροφόρμιου
Με υψηλούς δείκτες Ελ-Ες-Ντι
Και με γαλήνη παιδική
Κάτι έπρεπε να φυλάξουμε από το μέλλον της, από τα παιδιά της
Ύστερα ξέσπασε σε ψιθύρους βουρλίζοντας τους Τροπικούς
Για πρωινό προτίμησε ίνες αμιάντου παρμένες από τις κόγχες πρωτόπλαστων
Σερβιρισμένες στο Μεγάλο Όραμα!...
Όλα πήγαν καλά.
Ανάψαμε τα φώτα της Στρογγυλής Πλατείας για να φωτίσουν τη μέρα μας.