Κυριακή 6 Μαΐου 2007

Ιεζάβελ


Το χέρι έκανε μια βαθιά υπόκλιση στο μυαλό
Χαιρέτησε ευγενικά το μολύβι και το αγκάλισε με περίσεια στοργή σαν μάνα το μωρό της
"Στις προσταγές σου αρχόντισσα"
Νους, πνεύμα κανάλι της μήτρας
Φιλί ζωηφόρο στο στόμα του χεριού
Όταν ο υπηρέτης ερωτεύεται τη Βασίλισσα
την Καταλανή Πρίγκίπησα της Fontana
Γερό μολύβι αποο αγριοκερασιά
Δίνει ρεσιτάλ χορεύοντας στον Πάγο
Σύννεφα Λίκνα  που νανουρίζουν μωρά
Στάζουν μέλι οι κερήηθρες του Άστρου
Κι έρχεται Αυτόρωτώντας "είστε όλοι εδώ;"
Μα πως θα μπορούσαμε να λείπουμε ανεμοδαρμένες μου ανταύγειες;
Χοηφόρες της σιωπής, γιατί δε λέτε τίποτα τώρα;
Γιατί τα ποτά σας είναι τόσο  κόκκινα;
Για να σκορπίζει το αίμα της χαράς πάνω στο χαρτί
Και να παίρνει το ρινίσματα μολυβιού που έσπειρε
εκείνος ο αέρας που ξέσπασε στις 4 η ώρα
Στο Άπρο Χαρτί
Και η Βασίλισσα χειροκροτά, ανυψώνεται, πετά
Fontana, Fontana
"έλα εκεί ψηλα
μη σβήνεις τίποτα από τα γραμμένα
από ψηλά είναι όλα υπέροχα
το χαρτί, μια ζωή που γράφει
ένα πραμύθι για το σύμπαν
για το Αρχέγονο Φως
για έναν Στωικό
για το ανόητο εκείνο μιόνιο που θέλι κι αυτό να ζήσει σε 26 χώρους
για σένα για μένα για το χορό τη μουσική
για τη Γέννα, γιατη Γέννα, για τη Γέννα"
Έκσταση.
Τι διαφέρει η ηδονή από την ωδίνη;
Μόνο στο πριν και στο μετά!
Ιεζάβελ, τώρα που γεννήθηκες μπορείς να πεθάνεις
Στην ευλογία και στην κατάρα είναι όλοι ίσοι!

Τα σέβη μου

Τόση βροχή κι εσύ να καίγεσαι...


Είδες τόσα πολλά λες και είδες το απόλυτο σκοτάδι
Σε ζάλισε το άρωμα, βαθιά στα σωθικά σου
Και δεν κατάλαβες τίποτα
Ταξίδεες πολύ για να πεθαίνεις κάθε μέρα αλλού
Έφτιαξες ένα τροχό για να μένεις ακίνητος
Έμαθες την αστραπή για να μην μπορείς να σκέφτεσαι
Είχες κλειδιά του Ισαάκ για να ανοίξεις τις καταιγίδες
Τόση βροχή κι εσύ κάηκες
 Μικρέ ανόητε που σταλιάζεις έξω από το Σύμπαν
Το μετράς βρίζοντάς το
'Και μετά ζητάς την Αθανασία στο DNA
Κι είναι μπροστά σου αυτοπροσώπως
Αθανασία είναι η Αγάπη
Ανήμπορος να ανοίξεις το στόμα να ζητήσεις ένα σπέρμα ζωής
Άδειο πια το μυαλό
Κι η ψυχή αιωρούμενη να γελά
Αρχέγονη κι ευτυχισμένη!

Τα σέβη μου

Σάββατο 5 Μαΐου 2007

Ξέσπασε στις τέσσερις ο Αγέρας



Ξέσπασε στις τέσσερις ο Αγέρας

Ξέσπασε στις τέσσερις ο αγέρας
Ξέσπασε και ράγισε ο αγέρας τις καμπάνες
Που ταλαντεύονται ανάμεσα ζωή και θάνατο
Εδώ, στ΄ ονειρικό βασίλειο του θανάτου
Ο εγερτήριος απόηχος μιας μάχης που σαστίζει
Όνειρο είναι τάχατες ή κάτι άλλο
Όταν του ζοφερού ποταμού η επιφάνεια
Γίνεται πρόσωπου που ιδρώνει δάκρυα;
Είδα, πέρ΄ απ΄ το ζοφερό ποτάμι,
Ξένες λόγχες να σκαλίζουν τη φωτιά του στρατοπέδου
Εδώ, πέρ΄ απ΄του θανάτου τον άλλο ποταμό
Σείουν τις λόγχες τους Τάταροι ιππείς

T.S. Eliot
(σε μετάφραση Λ. Κ. Βατάκα)