Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2007

Sui generis


Ας υπάρξουμε και αύριο…
Ποιος ξέρει;
Ίσως περάσει ο ξωμάχος της Καρχηδόνας
Αυτός που λάτρεψε τους Βογόμιλους

Καλή ιδέα! Ας πιούμε στην αντιστροφή των ρόλων!...
Φόρεσε εσύ τώρα τα τεχνητά επινεφρίδια
Πως είπατε;… Δεν βλέπετε καλά;…
No problem, dear...
Θα κάνουμε άμβλωση των δακρυικών σας αδένων
Μη! ξέρετε, είμαι ευσυγκίνητος και με πειράζει η υγρασία
Μου προκαλεί προκάρδιο άλγος, to tell the truth…
Όμως θα βρω τα σημεία καμπής των νεοσσών
Και θα προσφέρω ανυπερθέτως θυσίες στους Οφιούχους.

Πρόσθεσα κι άλλο κουμπί στο πληκτρολόγιο
Γράφει «γράψε ποίημα», δεν είναι χάρμα;

Μονόλιθε, ας υπάρξουμε και αύριο, μονάχα για ένα αύριο, ε;;;

Από το Δέρμα του Φιδιού


Κάηκαν οι άνθρωποι της βροχής
Και γέμισε ο τόπος με γιορτή
Και Αγάπη, τόση πολλή Αγάπη!
Ανυπέρβλητα οδυνηρή και λασπωμένη
Με ακρωτηριασμένα μετατάρσια
Παντιέρες διαλαλούσαν την ανάσα της
Και μέσα στην Αγάπη είδε ψυχές καταχθόνιες
Νεκρούς της βαβυλώνας.
Πέτρες του Σινά ρέουν στις φλέβες του
Είναι οροθετικός. Σκέφτεται!...
Δεν μπορεί να υπομένει την Αγάπη
Ω αγαπητέ! don’t worry
Δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας,
Το νόσημά σας είναι αυτοάνοσο
Μια εκτίναξη αστραπής και λοιδορίας
Σαν τα Ερέβη της Μεγάλης Παρασκευής
Ευχαριστώ γιατρέ, τα λέμε σε κάποια άλλη ζωή…

Ο συριγμός


Πάλι σκέφτεσαι με τ΄ ακροδάχτυλά σου
Χλευάζεις τους μαστροπούς ποιητές
που σέρνονται τις νύχτες στα κατώφλια

Η τιμωρία σου θα είναι το Μαύρο Δωμάτιο
Με την υγρών κρυστάλλων οθόνη
Μη χαίρεσαι…
Θα τη βάλουμε για να μπορεί να κλαίει μαζί σου

Προσοχή! Είπα πριονίζεις και όχι ιονίζεις

Υδράργυρος στον ακουστικό πόρο;
Μα αυτό είναι θαυμάσιο
Και βδέλλα στον νωτιαίο μυελό…
Πριονίζεις την έρπουσα διαταραγμένη σου λίμπιντο
Νωρίς το θυμήθηκες αγαπητέ
Είπα πριονίζεις και όχι ιονίζεις
Σύνελθε.
Ακόμα χαίρεσαι με τη χαρά; (σύστιχο το λέγαμε αυτό)
Και πόσα μονοπάτια ακόμα με ποιήματα…
Ας σε έχει καλά ο Όσιρις στο Μαύρο Δωμάτιο
Εγώ περιμένω τον συριγμό των τεθνεώντων

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2007

Το μέσα βλέμμα


Μέχρι και οι λαμπτήρες έσβησαν μόνοι τους
Δεν άντεξαν, από ντροπή να φωτίζουν τις σκέψεις μας
Νιώσαμε υγροί και σκοτεινοί ως το μεδούλι
Σαρκάσαμε την ανοχή του οίκου μας
Ταπεινωμένοι ενώσαμε τα χέρια
Συμφωνίες στο φως του σκότους
Γλείψαμε την αλήθεια που ζει στις σκιές
Στις σκιές που αφήνουν οι παρακαταθήκες
Κι ήταν 4 το πρωί όταν φύσηξε ο αγέρας
Και σκίρτησε το άτιμο πονηρό ζουλάπι
Λες και έψαχνε πώς θα στείλει ορδές να μας κατασπαράξουν
Λες και δεν μπορούσαμε να το πράξουμε μόνοι μας…
Χτύπησαν κόκκινο οι κόρες των ματιών
Τόσο σκότος … τόσο σκότος ίδιο με το Λευκό Φως της Σωτηρίας
Λίγο ακόμα και θα εκραγούν οι κόρες των ματιών
Δε βλέπουν, δεν αντιφεγγίζουν, μόνο γυρίζουν
Με απροσδιόριστο σπιν…
Δεν μας πείραξε
Τις αφήσαμε να σπάσουν
Ρουφήξαμε τα υγρά τους ως την παρεγκεφαλίδα
Είδαμε ο ένας τα βλέμματα του άλλου 
είδαμε τα Φαντάσματα που μας ερεθίζουν
Και ζήσαμε ευτυχείς στο σκότος…

Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2007

Gemini - Ζεύγος


Δεν πρόλαβαν να χαρούν τον εσμό της δικαίωσης
Ενταφιάστηκαν την χαραυγή
Χαμένες τόσες θεραπείες...
Τόσος αγώνας για στερητική ανάταση...

Παραταγμένοι ήταν στη σειρά οι στρατιώτες
Σε στύση ήταν τα όπλα τους
Έτοιμοι να πυροβολήσουν προς τιμή Των...
εις μνήμην Των...

Κηδεύτηκαν με κάθε τιμή
Είχαν αγωνιστεί εντίμως
Με προτεραιότητα πάντα στους συνανθρώπους Των...
Οι φίλοι και οι συγγενείς των παρευρέθησαν εις το γεύμα
Συμμετείχαν επίσης εις το όργιο που ακολούθησε

Σε γυάλα είχαν βάλει τα γεννητικά όργανα του Ζεύγους
Αντί για φωτογραφίες των νεκρών γεννητόρων
πρόβαλλαν σε οθόνες Video Art
Ένας επιτήδειος είχα φτιάξει κλιπ αναπαριστώντας το Ζεύγος σε στιγμές περίπτυξης
Ομολόγησε υπερήφανος ότι μέχρι να το τελειώσει είχε εκσπερματίσει 6969 φορές
Μα το αποτέλεσμα άξιζε!
"Ήταν τέλειοι οι συχωρεμένοι - το Τέλειο Ζευγάρι"
Ένα μακρύ - μακρύ όργιο στη μνήμη Των θα τους καθαγίαζε
Εξάλλου μίλαγαν κι Αυτοί συχνά για τον Διόνυσο και λοιπά και λοιπά...

Ήπιαν τα υγρά από την πεπατημένη αιδώ

Εξεράγη, αίφνης, η γυάλα με τα όργανα Των
Κι αναφώνησαν οι συνδαιτημονες "Θαύμα!... Θαύμα!..."
κι άρχισαν να προσκυνούν
τα αποσπασμένα μέλη των νεκρών Γενητόρων

Χαρμόσυνα χτυπούσαν οι καμπάνες
διατρανώνοντας το Παγκόσμιο Πένθος!

Κυριακή 18 Νοεμβρίου 2007

Μετουσίωση



Καθόμουν βυθισμένος στην πολυθρόνα μου
Ήταν φτιαγμένη από πάγο

Γυναικεία κραυγή διαπέρασε τις Βοήμιες ωτασπίδες μου
Μέσα από τα πλεξιγκλάς μάτια μου 
είδα μονόφτερη κίχλη να χτυπιέται στο ημιπερατό από το φώς τζάμι μου,
είδα Αυτήν να πέφτει γυμνή από τον απέναντι βράχο

Στη θέα της πτώσης έκανα μια ευχή: παντοτινή ευτυχία

Όπερ και εγένετο:
τα μετατάρσιά μου μετουσιώθηκαν σε πολυεδρικούς αστρίτες
Δύο από αυτούς σάλεψαν
Με συριγμούς μέσα από τις διχαλωτές τους γλώσσες
Και από θηλυκά μετουσιώθηκαν σε γυναίκες
Κάποια μάνα και κάποια (άσχετη) κόρη
που μου σέρβιραν σε ταριχευμένη μέδουσα το μυομήτριό Της 
Ήταν διακοσμημένο με ψυχανθή

Έπειτα γύρισαν στον Καύκασο

Ενώ Αυτή ακόμα έπεφτε...

Θε μου! Πόση ευτυχία!!!

Ας είναι ευλογημένο το όνομά σου

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2007

Λεληθότως


Αποστρέψαμε το βλέμμα από τις οιμωγές των τρωκτικών
Quelle banalite!...
Εστιάσαμε στην μικροσκοπική γιγαντοοθόνη
“No Signal” μετέδιδαν τα ηχεία εν είδει σειρήνας
Υψίσυχνοι συριγμοί ανάδευαν στεναγμούς ηδονής και ωδίνης
Δεν το αντέξαμε
Γίναμε διάφανοι και ω! του θαύματος!
Απωλέσαμε (επιτέλους) τον ίσκιο μας.
Ευθύς στοιχήθηκαν οι σκέψεις μας στη σειρά
Το ευτύχημα είναι ότι παίξαμε μαζί τους
Τις χαϊδέψαμε, τους κάναμε καψώνια
Ήταν καλές μαζί μας...
Ώσπου τις ρωτήσαμε "ποιος είναι ο δρόμος για ένα Άστρο;"
Έκαστη σκέψη μας ράπισε δις
Ύστερα σπρώξαμε την πρώτη και καλύτερη, αυτήν της Επιβίωσης,
Έπεσαν όλες υπακούοντας στον νόμο της Μαθηματικής Επαγωγής
Έτρεξε εκτόπλασμα από τα σκέλη τους
Το μαζέψαμε, το αλείψαμε στους λαγόνες
Και μετά, όπως ήταν φυσικο, κληθήκαμε για το Νηκτικό Δείπνο
Καταβροχθίσαμε με βουλιμία το παρελθόν μας
Και γρυλίσαμε ευχαριστημένα, εμείς, τα γουρούνια της Κίρκης

Χαίρε ήθος (στον A. Schoenberg)


Χαίρε ήθος, και ήθος των δημίων
Ήθος των απόστρατων συλλογισμών
Χαίρε ήθος σεσημασμένο στα σανατόρια του Λευκού Όρους
Ώριμο προς ανάπτυξη επί των λεμφαδένων
Χαίρε ήθος στρεπτό και οξύρρυγχο
Γεννημένο εκ της κεφαλής του επιληπτικού άνω θρώσκοντος
Αφελώς υιοθετηθέν από τους φορείς της λεϊσμανίασης
Εσχάτως εντοπισθέν υπό της κανδέλας της εναντίωσης
Χαίρε ήθος ως χρησμός σιβυλλικός και ερμαφρόδιτος
Ίσκιος διαγεγραμμένος επί της σιγμοειδούς μου σκολίωσης
Γλυκόπικρη παρατρεχάμενη συντροφία της λοβοτομής μου
Χαίρε ήθος κομψό ως κορώνα της Ασμαχάν
Χαίρε σαρκοβόρο αίτιο δράσης των βλεννογόνων μου
Χαίρε μελανόμορφε αντλιοστάτη της ντοπαμίνης μου

Συνάντηση


Μπήκαν σιωπηρά στο δωμάτιο
Σήκωσαν την κουβέρτα και βρήκαν ένα φεγγάρι
Λιωμένο από το κρύο
Μοβ αναταράξεις εκλύονταν από την περιφέρειά του
Φωνές που ικέτευαν για ελεημοσύνη φλέγονταν στο κέντρο
Μυρωδιά καμένης ανάμνησης
Ουρές ερπετών κινούνταν στο διηνεκές
Χορός του πανικού μέσα σε τετράγωνες σκέψεις
Συνοφρυώθηκε το Ατμαν
Αδέσποτοι παφλασμοί των βλεφάρων έσκαγαν
Κάθε ενάμισι δευτερόλεπτο στην κοίτη του θανάτου
Ατένισαν τον οπιούχο αέρα του δωματίου
Και ξέπλυναν τα μάτια τους με άμμο θαλάσσης

Κυριακή 7 Οκτωβρίου 2007

Από τα Φαγιούμ


Ματαιότητα. Επιφάνεια κόκκινου πάγου.
Δεν μπόρεσα να μπήξω τα νύχια
δεν κατάφερα ένα χτύπημα
εκμεταλλευόμενος τη λιγοστή μου δύναμη
για επιβολή.
Εχασα τον προσανατολισμό. Εγινα έρμαιό της.
Με εξάρθρωσε.
Μου έφαγε τις αισθήσεις- Τυφλός, παραιτημένος
να στριφογυρίζω στο πουθενά.
Να μην ελέγχω την πτώση
στην άλω των δευτερολέπτων
τη στέρηση και την επιλογή να διευκρινίζω
την εφικτή αιωνιότητα
ίσως και το φανταστικό της επιστέγασμα.



Σημείωση: θα ήθελα αυτούς τους στίχους του Γιώργου Λίλλη να τους είχα σμιλεύσει εγώ. Ευτυχώς ... έπεσαν σε καλά χέρια!

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2007

Ακούσια επέμβαση


Πήρε τη μεγάλη απόφαση να περπατήσει στο τσιμέντο
Μα ήταν φρέσκο και βούλιαξε μέσα στις αναμνήσεις της
Της τείναμε χέρι βοηθείας
Αλλά οι αναμνήσεις της και οι αναστολές της δεν είχαν έλεος
Οπισθοχωρεί, χορεύει σε σκοτοδίνες βενζόλιου
Πέφτει!...
Επανέρχεται με τριγμούς και οδυρμούς
Σε ένα Πανδοχείο στη μέση της επαρχιακής οδού «Θέλω – Ορίζομαιι»
Σφίξαμε τα χείλη, προτάξαμε τα στήθη μας
Της φωτίσαμε το πρόσωπο
Κι είδαμε τη φωτιά στις κόρες της
Τις αστραπές στις παρειές της
Τους δαιδαλώδεις ηλετροφόρους αγωγούς της υπόφυσης
Της στείλαμε ανάσες με χείλη κρεμώδη
Της στείλαμε κεραυνούς από τα βάθη της Ιωνίας
Και μέντα από την Ζώνη της Ιππολύτης
Κι αυτή μας ανταπέδωσε ανάσες από φρέσκο χιόνι
Και εκπνοές χλωροφόρμιου
Με υψηλούς δείκτες Ελ-Ες-Ντι
Και με γαλήνη παιδική
Κάτι έπρεπε να φυλάξουμε από το μέλλον της, από τα παιδιά της
Ύστερα ξέσπασε σε ψιθύρους βουρλίζοντας τους Τροπικούς
Για πρωινό προτίμησε ίνες αμιάντου παρμένες από τις κόγχες πρωτόπλαστων
Σερβιρισμένες στο Μεγάλο Όραμα!...
Όλα πήγαν καλά.
Ανάψαμε τα φώτα της Στρογγυλής Πλατείας για να φωτίσουν τη μέρα μας.

Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2007

Σπασμοί στο επέκεινα


Ανθοφόρες κακοτοπιές
Κατευθυνόμενα γυμνάσματα στους ιστούς του Αοράτου
Περίπατοι στα δίκτυα της Eιμαρμένης
Ανθρώπινη Ψυχή, Ανθρώπινη στόφα
Βαυκαλίζεσαι με υπνοβότανα της υπερδιέγερσης
Ύστερα ξυπνάς στο ενύπνιό σου
Επιστρέφεις στους γαλακτικούς πόρους
Ανθρώπινη ψυχή! Χλιαρή στον ξύπνιο σου
Άλικη στο όραμά σου…
Χείλη… χείλη σχηματισμένα για να θηλάζουν Χαρά
(Από τις μάνες - τροφούς των κουφαριών που ωριμάζουν με ρυτίδες)
Να θηλάζουν Χαρά στους εξαίσιους δρόμους του πολέμου
Να θηλάζουν Χαρά στις γκρίζες σκοτεινές γωνιές των δωματίων
Να θηλάζουν Χαρά στους ανθοφόρους ορίζοντες
Να θηλάζουν Χαρά στον κακοτράχαλο βράχο
Να θηλάζουν Χαρά στα μονοπάτια της φωτιάς
Να θηλάζουν Χαρά στις σεληνιακές καταβυθίσεις
Να θηλάζουν Χαρά στου θανάτου την καταφρονεμένη εικόνα
Γεύση από Αστρα και Ατραπούς το Γάλα σου, Γυναίκα - Ζωή
Μπορώ να κοιτάζω τον Ουρανό γευόμενος την Πηγή σου
(κι ας μου τον κρύβεις!...)
Ανάσταση προς το Σώμα Σου…
Κοίτα με από ψηλά!
Σήκωσέ με!

Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2007

Στη μνήμη της Μαρίας


Επειδή πάντα υπάρχει κάποιος που θυσιάζεται για να σε φέρει κοντά στους πιο μύχιους φόβους σου...

Τρίτη 18 Σεπτεμβρίου 2007

Φύλακας στο σκότος του φωτός


Τώρα πια δεν χαϊδεύω
Αγαπάω κάθε τι σκληρό
Έμαθα πως πρέπει να το αγαπήσω
Να ζήσω σε αγαστή σύμπνοια μαζί του
Να γίνει τροφή μου, σάρκα μου, αίμα μου
Να φέρει αρχαία σκουριά
Να είναι τόσο σκληρό το φώς του όσο το σκοτάδι
Να μπορεί να ακούει το θάνατο και να γελά
Στους χτύπους του, στα καλέσματά του
Μην με ρωτήσετε σε τι ελπίζω
"Χρωματίζω πουλιά και περιμένω να κελαηδίσουν"
Βγάζω τη γλώσσα με αυθάδεια σε αυτά που αγάπησα παιδί
Χτύπησα θέσεις εξτρέμ
Το δικαιούμουν κι εγώ εξάλλου, έτσι δεν είναι;
Μια ζωή στη μετριότητα, στην υπομονή, στην υποταγή
Και μόνο με τις κρυφές μου επιθυμίες θα μείνω
ή θα κάνω πως τις πραγματοποιώ, έτσι για να με δείτε
"Χρωματίζω πουλιά και περιμένω να κελαηδίσουν"
Μπορεί να παραμείνω ανέστιος και ανερμάτιστος
Δεν θα σας το καταμαρτυρήσω
Τίποτα δεν θα δουν τα μάτια σας
Τα μικρά πονηρά μάτια σας
Ούτε κι εσύ δεν θα το δείς
Και καθόλου να μην σε νοιάζει
(Προσποιήσου τουλάχιστον
Καν΄το τόσο καλά όσο κι εγώ)
Υπάρχει κάτι που δεν θα το μάθεις ποτέ
"Διαθέτω τεράστια αποθέματα δακρύων"
για ώρες που εσύ δεν φαντάζεσαι
Άλλωστε ... υπάρχει και το πιάνο ενός πιανίστα
που παίζει λες και παίζει για μένα, ναι για μένα,
Τόσο παράξενο είναι λοιπόν;
Θα αγκαλιάσω τα δαιμόνια μου
Θα ακούω τον πιανίστα φυλάγοντας το έρεβος του φωτός...

Τα σέβη μου

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2007

Το φως


Είναι αυτό το εκτυφλωτικό φως
που με κατατρέχει
που μπορεί και τα φέρνει όλα δυο μέτρα
από τις σκέψεις μου
Αυτό το λευκό που αδυνατώ
ν’ αντικρίσω κατάματα
και κλείνω τα μάτια σαν από ντροπή
Είναι τότε που φεύγω τρέχοντας
για να μη καούν οι πατούσες μου
να χωθώ στην προστατευτική αγκαλιά των νερών
θέ μου
με τι απλό τρόπο αποδίδεις δικαιοσύνη



Του φίλου Δημήτρη Χατζηνικόλα
τον ευχαριστώ για την εμπιστοσύνη του...

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2007

Το Βαλς του Ενστίκτου


Χόρεψαν τα ξωτικά
Τόσο πολύ αγριεύτηκαν από την απόγνωση των ανθρώπων
Οι άνθρωποι ξένοι ανάμεσά τους
Άνθρωποι της Σκοτεινής και της Γαλάζιας Θάλασσας
Να ερίζουν για το Δέντρο της Γνώσης του Καλού και του Αληθινού.
Πόση αλήθεια κρύβει η θάλασσα!
(στο χώμα την τρώνε τα σκουλήκια)
Ας αρχίσει ξανά ο χορός, ΤΩΡΑ!
Τώρα που εγώ δεν θέλω να χορέψω
Θέλω να βλέπω στα σκοτάδια πλυμένων με άμμο μηρών
Να μη διακρίνω ούτε κι αυτά
Ούτε τα τινάγματα, ένθεν και ένθεν των καρωτίδων
Θέλω μόνος στα βράχια να μιλήσω
Να μου που αν τελειώνει, επιτέλους...
Όσο το βλέμμα αναστοράται τα χάδια στα σάρκινα βαθουλώματα
Όσο ο χορός των ξωτικών κρατά
Όσο δεν αρχίζει ο χορός των δερβίσηδων
Τα Βράχια της Νοτιάς, σε μένα, μόνο σε μένα θα δίνουν άφεση αμαρτιών
φωτίζοντας την διάφανη και περήφανη γύμνια των αληθινών ανθρώπων
Ήρθε η ώρα να χορέψουμε στην άμμο το Βαλς του Ενστίκτου

Το Βαλς του Ενστίκτου


Χόρευαν τα ξωτικά
Μια ορχήστρα αγγέλων έσπαγε τα νύχια της
Πάνω στα βιολοντσέλα
Ένα Τάγμα Αγγέλων, αφού το θέλετε,
Ξέσκιζε τις χορδές των βιολιών σαν να ήταν γκρανκάσες
Τη λάτρευαν με φθόνο εκείνη τη μουσική
Λες και αυτή ήταν κρυμένη και τους έκανε παιχνίδια μέχρι να τη βρούν
Πίστευαν - τα Αγγελούδια, βέβαια - πως η μουσική υπάρχει
Σε ένα υπεροχα αόριστο Μεγάλο Κάπου
Κι αυτοί μάτωναν τα νύχια τους για να την ξεθάψουν
Κάτω από δροσοσταλίδες, μέσα στη Λάβα του Πλήθους
ή στα εμέσματα των μελισσών που τρώνε ζάχαρη αντί για μέλι
Στις χοάνες των πλοίων και στις θάλασσες, τις γεμάτες βότσαλα
τις γεμάτες Άμμο, Άμμο, Άμμο
Χόρεψαν τα ξωτικά στις μνήμες των επερχόμενων ανθηρών ετών
και ειρωνεύτηκαν με την καρδιά τους
Το Φεγγάρι, τον Ήλιο (στο γέρμα του), το χαρτί και το μολύβι
Και αγκαλιάστηκαν
πάνω στο κατακρεουργημένο Βαλς
των κραυγών των Αγγέλων,
όταν με πύρινες γλώσσες Αυτοί αντί για δοξάρια
τους έπαιζαν το Βαλς του Ενστίκτου

Πέμπτη 13 Σεπτεμβρίου 2007

Πυρσοί στον Υποθάλαμο


Τινάξαμε από πάνω μας τη σκόνη του καλοκαιριού.
Είχε σκάψει τους πόρους μας
Σμίλεψε το τρίχωμα μας.
Αναδύαμε στάχτη κι αλμύρα
Και ρίγανη, κι αλκοόλ παρακεντημένο από λοβοτομή.
Κλωθογυρίζαμε πάνω από τις παρωχημένες γέννες και τους μελλονικούς θανάτους
Σαν τα πουλιά που αρνούνται να ταφούν
Και γατζώνονται την ύστατή τους ώρα από ένα ξεσκισμένο σύννεφο
Κάναμε τα ακροδάχτυλά μας εργαλεία και καλοξυσμένα μολύβια
Για να στέλνουν μηνύματα σαν από φρυκτωρίες
μηνύματα σε εμάς, τους ανυπόφορα υποφερτούς
που νομίσαμε πως αγγίξαμε την άκρη του σύμπαντος
καθένας βέβαια με τον τον δικό του
- οπωσδήποτε ολόδικό του - τρόπο.
Νοήσαμε - μπορείς να πείς μέχρι και "κατανοήσαμε"
Πως οι σκιές για να μπορούν να πλανώνται με κύρος
Χρειάζονται μπόλικο φως μα και πολύ σκοτάδι
Να φωτίζει τη γύμνια τους
Μεγαλείο! για δες .! .. να γεύεσαι με χείλη σου το χείλος του γκρεμού
Και να μην πέφτεις . . .  για να χεις να το διηγείσαι
Στον εαυτό σου ... ΧΑ!!!

Τρίτη 31 Ιουλίου 2007

Bleeding roses


Διαβάζεις τούτες τις γραμμές
Τι περιμένεις να δεις;
Την ανάδυση των μυστηρίων;
Την αναβίωση των μυστικών;
Την αναγέννηση των σκέψεων;
Την αναπαράσταση των ονείρων;
Την ανακατανομή των συναισθημάτων;
Τις προβολές των παρωχημένων βούρκων σε μαύρο φόντο;
Το πέταγμα των γυπαετών;
Μάλλον την σιωπή της οχλοβοής...
Μάλλον το γέννημα της πεταλούδας και το θάνατο της προνύμφης

Τουρτουρίζουν οι κόρες περιμένονας να τελειώσει η γραμμή
Να πάρει σειρά η επόμενη μήπως κι ανακαλύψει κάτι...
Από τα αριστερά στα δεξιά και άντε πάλι ... η επόμενη
Eτούτη η γραμμή έχει γράμματα τριάντα επτά
Μέτρα τα! χα!... είχα δίκιο ... είναι τόσα
Πες μου, γιατί την έγραψα;
Ποιος στόχος με στοχεύει;
Ποιοι ριψάσπιδες με θέλουν για βιγλάτορα, ε;
Ποια μάνταλα κλειδώνουν της ψυχής μου τη φλόγα;
"Ποιοι δαίμονες ποτίζουν την καινούρια μου ζάλη;"
Ψαξτο, θα σε βρει
Και θα φωνάξει "φτου σε βρήκα ...  τα φυλάς"
Εντάξει, μέτρα! πέντε, δέκα, δεκαπέντε, είκοσι, εικοσπέντε ....
ΒΓΑΙΝΩ
Περπατώ, περπατώ εις το δάσος....
"Ο Κακός ο Λύκος είμαι και σε κυνηγώ (λα! λα! λα!)...

Και πέρασε η ώρα

Και φύσηξε ο αέρας των τέσσερις τα ποιήματά του
Τα νέα ... τα Παλιά ...
Κι εσύ ακόμα το ψάχνεις...
Μα πού το ψάχνεις;
Η αλήθεια δεν είναι Στο Χέρι σου
Είναι Το Χέρι σου, Your Honor
Κι ο,τι αυτό κλείνει στα δάχτυλα και στα δαχτυλίδια

"Άσε με, πάλι, να σου πω ... "
Κείνο το παραμύθι που δεν τελειώνει Ποτέ ... Ποτέ!

Δευτέρα 30 Ιουλίου 2007

Ρωγμές στον Μεγάλο Ήλιο


Σαν να τον κοιτούσαν μέσα από ρωγμές
Νόμιζε πως χρωστούσε γάλα στη μάνα του
Πίσω στο ομφάλιο λουρί θα γύριζε
Για να γίνονταν οι ρωγμές απλές αστραπές
Η υποδοχή σπουδαία στην προκυμαία του Κόσμου
Παράπονο δεν είχε
Οι γλάροι τον ενοχλήσαν μόνο
Κι όχι τίποτε άλλο, κάποτε τους λάτρευε σαν τον Ιωνάθαν
Μα σαν έμαθε πως αγαπάνε τα σκουπίδια
Άνοιξε άλλη μια ρωγμή και για αυτούς

Στείλε, Φέγγος, το επιούσιο Φως
Να σκίσει κάθετα τις ρωγμές
Κάνε το Νυχτέρι σου μια Νύχτα
Που οι Λύκοι θα έχουν δύο μάτια και οι άνθρωποι ακόμα κανένα
Να πάρω ευχή απ΄ το κυματόφωτο
Να εξαγνιστώ από το συρμό των διαδοχών
Να μεταλάβω από τον Αιώνιο Λαβομάνο που απαλλάσει από τις αθώες σκέψεις
Να αναπνεύσω την αχλύ της Μεγάλης Ζέστης

Τα σέβη μου

Στο Γέρμα της Μεγάλης Ζέστης


Ήθελα να .γραφα αυτά τα λόγια μέσα σε καταιγίδα
Να πάρει όλη τη σκόνη του ουρανού σαν αυτός ξερνά τη βροχή από τα σωθικά του
Να πάρω τούτο το μήνυμα να το δώσω σε ένα σκυλί.
Να αλυχτάει οχτώ μερόνυχτα
Κι ύστερα να τρέχει παγώνοντας στην καυτή καυτή άκρη του βράχου
Να το δώσω σε ποντίκια που ορμάνε απο του καραβιού την αποθήκη
Έπειτα από ταξίδι στο Σφαξ για να μη ντα πιάσει η μαλάρια
Να το λαμπαδιάσω μπρος σε ένα πρεζόνι που θα χει χύσει το μυαλό σ΄ ενα κουτάλι
Να το περάσω μέσα από τα κόκκαλα ενός διάφανου Καίσαρα
Καθώς θα βλέπει το κοινό να στρέφει κάτω τον αντίχειρα
'Ηθελα τούτα τα λόγια να τα δει ένας μίζερος γρουσούζης Λυκειάρχης
Που θα χαστουκίζει κάθε όνειρο και κάθε παράγραφο
Να τα διαβάσαει η νυφίτσα που καρβουνιάζει τα μάτια της
Για να γίνει μεσονύχτι το καταμεσήμερο

Μα πιότερο καλά να τα διαβάσουν αναίμακτα
Τα ματωμένα μάτια ανθρώπων απ΄το γένος των Λύκων
Να δούν τη ζωή τους να χορεύει ταγκό
Και να βυθίζεται στην άβυσσο του Ουρανού
Βγάζοντας με αναίδεια τη γλώσσα στην κατάθλιψη του τέρατος
Σε εκείνη τη γενιά των Λύκων που μπορούν αλλά δεν θέλουν να 'ναι μόνοι
Και να μην ξέρουν πόσο Άνθρωποι είναι
Κάθε που φυσά ο αέρας στις τέσσερις η ώρα
Και θα τους παίρνει το φεγγάρι πριν το θηλάσουν
Οι Λύκοι και οι Λύκαινες...

Τα σέβη μου

Σάββατο 28 Ιουλίου 2007

Λάθος μοιρασιά


Ό,τι στ' αλήθεια χάνουμε
στα ψεύτικα το ζούμε
μες στου μυαλού τη θύελλα
εκεί στα σκοτεινά.

Κόβοντας όλα τα σκοινιά
που μας κρατούν στο χώμα
που μας κρατούν και στη φωτιά
δεν πέσαμε ακόμα.


Πίσω απ' την πόρτα ξεδιψούν
με λάβδανο οι ψυχές μας,
τις αμαρτίες μια ζωή
τις τρέφουν οι πληγές.

Αλαφρογέρνοντας γλυκά
στου ύπνου το κοπίδι
μια ανάσα ξετυλίγεται
μες στα στενά μας χείλη.


Κι έπειτα λίγο πριν φανεί
του ορίζοντα το βάθος
στου χρόνου μας την εκπνοή,
στη λάθος μοιρασιά,

τα χέρια τείνουμε άγκιστρα,
τα χέρια που θεριέψαν
να ψηλαφίσουν μια στιγμή
τη φύτρα που δεν δρέψαν.




Στίχοι: Αδριανή Διαγουμά

Από το δίσκο "Λάφυρα" των Θ. Παπακωνσταντίνου, Μ. Κανά, Ashkabad

Τα σέβη μου

Άηχα


Τα σώματα έγιναν πόδια
Ήρθε η συμμετρία πάνω στο κρεβάτι
Και μετά επετευχθη το "σπάσιμο της συμμετρίας"
Κι ήταν καλά καμωμένο
Χωρίς προετοιμασία
Και γέμισαν ο ένας τον άλλον
Με τα μυαλά να ψιθυρίζουν χαρμόσυνες ανταύγειες
Δίπλα σε εκείνα τα πεδία που ανέλαβαν να συντηρούν
Τόνοι, ήχοι, συριγμοί, ανάσες, σπασμοί, βλέματα χωρίς μάτια
Και παντού το υγρό, απλωμένο σε στάχυ, βαμβάκι, σάλιο
Εντός του εσώτερου φωτεινού τούνελ
Με την ηχώ να πλανάται και να γεμίζει
Με την αρωγή ενός ψιθύρου ξεχωριστού και γνώριμου
Που δεν έσπαγε τη συμμετρία
Μα έδινε την κίνηση στο αντικείμενο που λεγόταν "Ενωση"
Με τη συνοδεία των "αστραπών των μακρυνών
που σβήνουν άηχα" 'εξω από το παράθυρο
Αλλά βάλμε γρίλιες για να αφήνουν το φως τους οι κεραυνοί
Και να ξέρουν πως είναι μαζί
Κια μαζί με τους κεραυνούς που "δεν μπόρεσαν να υπάρξουν"

Τα σέβη μου

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2007

Έρευνα ζωής


Πήρε την κατάσταση στα χέρια της
Την κατακρεούργησε σε τεμάχια
Τα εξέτασε ένα προς ένα
Κράτησε τις σημειώσεις της
Η μέθοδος βασίστηκε στην διαμόρφωση προσωπικής θεωρίας
Κοίταξε τα σπλάχνα της και επιβεβαίωσε στους πρώτους 260 μήνες
την ύπαρξη έντονων (μετρήσιμων) συναισθημάτων
Τα επόμενα 12 χρόνια, προσέθεσε, έσφυζαν απλώς από τοξίνες που ήθελαν να εκραγούν
Ταξίδεψε μέχρι τον Τροπικό του Καρκίνου για να το επιβεβαιώσει
Είχε πλάκα το ταξίδι αλλά ο στόχος της διατριβής διατηρήθκε αμετακίνητος
Τα αποτελέσματ της έρευνας ήταν πλέον κοινοποιήσιμα
Η γλώσσα της έρευνας όμορφη, ελκυστική, μητρική δηλαδή ελληνική
Η γραφή διεθνής
Τα συμπεράσματα δεν θα μπορούσαν να είναι σαφέστερα...
Δώδεκα χιλιάδες μέρες όνειρα από Μελάνη και Κυματομορφές
Έτριψε τα χέρια με χαμόγελο αυταρέσκειας
Τα απολύμανε
Κι ύστερα, με ένα σύντομο "χλας" αφαίρεσε τη μήτρα της
Αυτό ήταν...
Όλα έγιναν κομ ιλ φο...

Τα χείλη της ήταν τόσο υγρά που είχαν πια στεγνώσει
Ο εραστής της είδε τα αποτελέσματα και την κοίταξε στα μάτια μέσα από την οθόνη του
Ας κοιμηθούμε τώρα, της είπε
Ξάπλωσε στο άνετο κρεβάτι της
Κι αντί για φακούς επαφής άφησε στο κομοδίνο δύο μικροσκόπια

Σίδερο στην ανάσα


Εύκολα τον τύλιξε η χίμαιρα της λήθης στο άσπρο φως
Οι ανάσεςτων ανθρώπων άφησαν μόνο ιζήματα
Μάταια, έψαχνε για το βλέμμα στα μάτια τους
Οι μικρομέγαλες δομές έκαναν το απαίσιο θαύμα τους
Νόμισε δεν θα ξανάβλεπε στη ζωή του χώμα
Πως η αλμύρα υπήρχε μόνο για να οξειδώνει τα μέταλλα
Που καθώς εισχωρούσαν στους πνεύμονές του αλαφραιναν το βάρος της μνήμης
Έφυγε η σκόνη των βλεμμάτων
Αναρτημένες οθόνες του μιλούσαν για μια ευθύγραμμη ζωή
Μα τέσσερις πατούσες και ένα κλάμα του θύμισαν τη Ζωή
Την ημισφαιρική καμπύλη που προστάτευε τις μυρουδιές της Ζωής
Τις Πηγές της Γέννας
Αμήν!

Τα σέβη μου

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2007

Μετάπραξις Γ.Χ. 2670


Γλώσσες φωτιάς στο Κάιρο, ή μήπως στο Λονδίνο;
Του Τζώνυ η Πεντηκοστή χλωμή παραφθορά
Πύρινες Γλώσσες, Μάτια μου, αλείφουνε τα μάτια
Κλαμένες είναι οι κόρες σου για πρώτη τους φορά.

Ο αδελφός σε χαιρετά δεμένος στο τιμόνι
Η Αύρα σου κι η Αύρα του φιλιούνται σταυρωτά
Τερέζα μην οδύρεσαι, κι απόψε θα σαι μόνη
Εκεί που αύριο θα γλιστρούν μεταλλικά πουλιά.

Ο Φοίνικας θα καίγεται, σε τέφρα θα γεννιέται
Απ΄ τις ωδίνες του Παντός Εναντιοδρομία
Χλεύη, κλαγκή, ομήγυρη, Πόρνη πολυτελείας
Τον εραστή της Μάτια μου, στρυχνίνη θα κερνά.

Στον Φενεό Απόλλωνα, Μάτια μου, θα βρεθούμε
Εκεί που ο χρόνος Χιώτικη μαστίχα θα μασά
Γέρος, τυφλός, ανίκανος και δήθεν Πανδαμάτωρ
Διάφανος και αδιάστατος κόκαλα θα μετρά.

Κυριακή 15 Ιουλίου 2007

Επίπεδο Γ


Τινάχτηκα από ένα όνειρο:
Της υγρασίας των υπόγειων διαδρόμων
Μούχλα, Ημίφως, ο χειρότερος θάνατος
Ολόιδιο ύπαρ - είχε κάνει κατάληψη στο στέρνο μου
Στους δακρυγόνους αδένες μου
Ηλεκτρσοκ στην ανάσα μου

Γιατί δεν απάντησες;
Γιατί;
Νύχτα βαμμένη πεταλούδες και λυκαυγές
Είδα στιμμένο τον μυ της καρδιάς
Κέιτονταν νωπός νεκρός νηκτικός θηριοδαμαστής
Το τέλος αργεί;
Οι πέτρες βρήκαν τον στόχο τους, έκαναν κύκλος μες στους κύκλους
ώσπου να φτάσουν τα καράβια της μεγάλης ζέστης
τις είδα, το ορκίζομαι στο Όνειρο σας λέω, τις είδα...
ΣΤΟΠ  στο πλάνο! . . .

Μια άκρη περιμένει τον τελευταίο επιβάτη της
Τη χάιδεψε, Τον βίασε, Τη μύρισε, Τον γλύκανε, Τη λέρωσε, Τον εξάγνισε Αυτόν
Τέσσερα πόδια πρωτόγονης ψυχής πατάνε στην άκρη
Θα σωθούν χάρις στο θυμάρι
Κι αν όμως γίνουν δύο, γυμνά, σκαμμένα, παράλυτα, με δάχτυλα
Με ζωή που ξεπηδά απ΄τους λαγόνες...
Πιο πάνω, πιο πάνω, πιο πάνω...
CUT!

Είναι ο τρελός με τις Τρεις Περιστροφές
Τόσο εύκολα σκίζει τις σάρκες των ειδώλων του
Ματαιοπονώντας για τον συνεχόμενο θηλασμό των νεογνών...
Ο βράχος πάνω από τη θάλασσα καλεί
Θε μου, ας το ζούσα για μια στιγμή
Να το πω στις Πυραμίδες της ερήμου
Στις Πυραμίδες που ξερνάνε φως
Στις Πυραμίδες που φτύνουν Νόμο
Στις Πυραμίδες που σε ανεβάζουν στη κορφή τους με σκουριασμένη τροχαλία
Για νε σε κατακρημνίσουν στη σκοτεινή μεριά του Φεγγαριού
Για να βρίσκουν καταφύγιο στους Λαβυρίνθους οι δακρύβρεχτες ιστορίες
Που μεταδίδονται "την ίδια πάντα μέρα και ώρα"
Φτιαγμένες από Όρνεα
Φτιαγμένες για τους Hλίθιους

Μα κάποτε τα καύσιμα του Πιλότου θα τελειώσουν...
Και τα φλας του Παρατηρητή θα πέσουν πάνω του
Καταγράφοντας με πολλά παλαμάκια την πτώση και την ανόρθωση...
Τα κατάφερες μειράκιο, είσαι σπουδαίος
Και αυτό ς χτυπώντας με σουγιάδες τα πλήκτρα του αλαλάζοντος κυμβάλου θα ανακράξει:
Καταστροφή μου!!! . . .   Αγκάλιασέ με !!!  Στο στήθος σου του Δειλινού ! ! ! . . . 
Χωρίς σεβασμό . . .  σε παρακαλώ . . . χωρίς οίκτο!

Τρίτη 3 Ιουλίου 2007

Η Διοτίμα στον Αστερισμό των Διδύμων


Όταν σταμάτησε να ακούει τους ήχους
Άρχισε να ακούει και πάλι τις λέξεις
Είδε πως η σιωπή ήταν θόρυβος
Κι ας νόμιζε για χρόνια πως έβρεχε με σβηστά τα κανάλια
Άκουγε τη ανάσα της από τα σκοτεινά της μάτια
(Οι κόρες των Λάμψεων μύριζαν Χώμα, Αλάτι και Μετέωρο)
Το τρεμάνο πανώχειλο έσειε τη ραχοκοκαλιά του
Μάζευε ένα - ένα τα κομμάτια του κολλάζ
Ενόσω Αυτή μάζευε τα κομμάτια μας
Από τη μεγαλύτερη αγκαλιά που άνοιξε στον κόσμο
Πάσχιζε να τιθασεύσει τα πετάγματα των καυτών ανέμων
Που βγήκαν γυμνοί από τις λίθινες χαρακιές
Νύχια καμωμένα από αλαβάστρινο νέκταρ και χυμό μανδραγόρα
Ενέχυρο για τις εκτινάξεις του σώματος
Για τις διαθλάσεις του νου
Για τις παραμορφωμένες κοιλάδες που ζούσαν οι σφήκες
Έφτιαξαν γλυκόπιοτο μέλι
Αφήνοντας αμήχανες τις μέλισσες
Κι ύστερα κείτονταν πια νεκρές αφήνοντας το μήνυμα
Της θολερής παιδικής ανάμνησης
Πως η Πούλια είναι αστερισμός.
Ήρθα τρεις φορές
Και θα το τελειώσω όπως τάχθηκα από το Άλεφ να το τελειώσω
Άλλωστε, ως πότε θα χορεύω στα Δίδυμα Φεγγάρια;

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2007

και η Καυτή Αμμος έγινε Χιόνι...


Γυμνό ηλεκτροφόρο καλώδιο η σχισμή σου
Γέννησε τα πάθη των δυο, των τεσσάρων, των τριων
Και φούρκισε τις καρωτίδες μας
Μοιάζαμε ξεκρέμαστοι
Χωρίς δέρμα μέσα στο δέρμα μας
Και γυρέψαμε τα σωθικά
Μελιστάλακτα θαρείς τα κομμάτια τους
Κεχριμπαρένια και ηλεκτρικά
Η τελευταία κλαγγή των ψιθύρων
Ηρθε ο Χορός μετά
Και οι μουσικές του πάφλασαν στα δάχτυλά μας
Και έγιναν ρίγος και Δάκρυ της Στυγός
"Τελείωσέ το..." ζητά με σωφροσύνη
Αυτή που δεν δίνεται και δεν δύναται
Όμορφα μας έδειξες τις αιχμές σου
Πονάνε τα βαθουλώματά σου
Πόσος Πόνος Θεέ μου!!!
Και μας λίκνισες σε χαράκια της μνήμης
Σε αμμόλοφους της ταπεινής απεραντοσύνης σου
Μας έστειλες να ξαποστάσουμε με τους αλαφροίσκιωτους
Να χαράξουμε μέσα από σφάκες το δρόμο μας
Να προλάβουμε να καταπιούμε το σάλιο μας
Πριν καμωθούμε πως απολαμβάνουμε το καλοκαιρινό κρασί
Ανάσα Πικρή, δίκοπο άγγιγμα πιο στυφό και απ΄ το γλυκύτερο φιλί
Γιατί δεν μου είπες Πανωραία πως είσαι στη λίγωση;
Θα σε περιμένω στις τέσσερις
Αν δεν περάσεις γιάνε με σάλιο το κορμί σου
Και με αισθήσεις τις οσμές μου
Διοτίμα, στη λυγιασμένη διχάλα σου ανάσανες
πως οι μυρωδιές της αγάπης
είναι ίδιες
στο τρεμάμενο στάχυ και στα σωθικά!

Τα σέβη μου

Κυριακή 6 Μαΐου 2007

Ιεζάβελ


Το χέρι έκανε μια βαθιά υπόκλιση στο μυαλό
Χαιρέτησε ευγενικά το μολύβι και το αγκάλισε με περίσεια στοργή σαν μάνα το μωρό της
"Στις προσταγές σου αρχόντισσα"
Νους, πνεύμα κανάλι της μήτρας
Φιλί ζωηφόρο στο στόμα του χεριού
Όταν ο υπηρέτης ερωτεύεται τη Βασίλισσα
την Καταλανή Πρίγκίπησα της Fontana
Γερό μολύβι αποο αγριοκερασιά
Δίνει ρεσιτάλ χορεύοντας στον Πάγο
Σύννεφα Λίκνα  που νανουρίζουν μωρά
Στάζουν μέλι οι κερήηθρες του Άστρου
Κι έρχεται Αυτόρωτώντας "είστε όλοι εδώ;"
Μα πως θα μπορούσαμε να λείπουμε ανεμοδαρμένες μου ανταύγειες;
Χοηφόρες της σιωπής, γιατί δε λέτε τίποτα τώρα;
Γιατί τα ποτά σας είναι τόσο  κόκκινα;
Για να σκορπίζει το αίμα της χαράς πάνω στο χαρτί
Και να παίρνει το ρινίσματα μολυβιού που έσπειρε
εκείνος ο αέρας που ξέσπασε στις 4 η ώρα
Στο Άπρο Χαρτί
Και η Βασίλισσα χειροκροτά, ανυψώνεται, πετά
Fontana, Fontana
"έλα εκεί ψηλα
μη σβήνεις τίποτα από τα γραμμένα
από ψηλά είναι όλα υπέροχα
το χαρτί, μια ζωή που γράφει
ένα πραμύθι για το σύμπαν
για το Αρχέγονο Φως
για έναν Στωικό
για το ανόητο εκείνο μιόνιο που θέλι κι αυτό να ζήσει σε 26 χώρους
για σένα για μένα για το χορό τη μουσική
για τη Γέννα, γιατη Γέννα, για τη Γέννα"
Έκσταση.
Τι διαφέρει η ηδονή από την ωδίνη;
Μόνο στο πριν και στο μετά!
Ιεζάβελ, τώρα που γεννήθηκες μπορείς να πεθάνεις
Στην ευλογία και στην κατάρα είναι όλοι ίσοι!

Τα σέβη μου

Τόση βροχή κι εσύ να καίγεσαι...


Είδες τόσα πολλά λες και είδες το απόλυτο σκοτάδι
Σε ζάλισε το άρωμα, βαθιά στα σωθικά σου
Και δεν κατάλαβες τίποτα
Ταξίδεες πολύ για να πεθαίνεις κάθε μέρα αλλού
Έφτιαξες ένα τροχό για να μένεις ακίνητος
Έμαθες την αστραπή για να μην μπορείς να σκέφτεσαι
Είχες κλειδιά του Ισαάκ για να ανοίξεις τις καταιγίδες
Τόση βροχή κι εσύ κάηκες
 Μικρέ ανόητε που σταλιάζεις έξω από το Σύμπαν
Το μετράς βρίζοντάς το
'Και μετά ζητάς την Αθανασία στο DNA
Κι είναι μπροστά σου αυτοπροσώπως
Αθανασία είναι η Αγάπη
Ανήμπορος να ανοίξεις το στόμα να ζητήσεις ένα σπέρμα ζωής
Άδειο πια το μυαλό
Κι η ψυχή αιωρούμενη να γελά
Αρχέγονη κι ευτυχισμένη!

Τα σέβη μου

Σάββατο 5 Μαΐου 2007

Ξέσπασε στις τέσσερις ο Αγέρας



Ξέσπασε στις τέσσερις ο Αγέρας

Ξέσπασε στις τέσσερις ο αγέρας
Ξέσπασε και ράγισε ο αγέρας τις καμπάνες
Που ταλαντεύονται ανάμεσα ζωή και θάνατο
Εδώ, στ΄ ονειρικό βασίλειο του θανάτου
Ο εγερτήριος απόηχος μιας μάχης που σαστίζει
Όνειρο είναι τάχατες ή κάτι άλλο
Όταν του ζοφερού ποταμού η επιφάνεια
Γίνεται πρόσωπου που ιδρώνει δάκρυα;
Είδα, πέρ΄ απ΄ το ζοφερό ποτάμι,
Ξένες λόγχες να σκαλίζουν τη φωτιά του στρατοπέδου
Εδώ, πέρ΄ απ΄του θανάτου τον άλλο ποταμό
Σείουν τις λόγχες τους Τάταροι ιππείς

T.S. Eliot
(σε μετάφραση Λ. Κ. Βατάκα)

Παρασκευή 23 Μαρτίου 2007

στην Davoine


Ναρκισσισμός: δρόμος για να ξορκίσεις το θάνατο;

Τρόπος για να ξορκίσεις το άλλο;

Ένας φόβος ρίχνει τον ίσκιο του στην ύπαρξη

Το λογικό τρέμει στη ιδέα του αγνώστου

Γυρνάς στον εαυτό σου, στο σάμα σου

Αλλά το σχήμα χάνεται

Λιώνει, σαν μέλι χύνεται

Έρχονται τα ξωτικά και το γεύονται

Σύμβολα, Σύμβολα, Σύμβολα

Οι λέξεις δεν σχετίζονται με τα πράγματα

Μόνο οι Μαθηματικές Ιδέες είναι σταθερές

Σαφείς , Καθαρες, Αμολυντες

Τις χάιδεψε η αυτοκάθαρση

Και ο Θεός: το Ένα

Το σφάλμα των θρησκειών είναι ότι επιχείρησαν να μορφώσουν το Θεό με ανθρώπινα...

Πίστευαν οι θνητοί πως έχτισαν τον Πύργο της Βαβέλ!


Τα σέβη μου

Τετάρτη 14 Μαρτίου 2007

Μενού


Όλα καλά καμωμένα

Όλα καλά στημένα

Εστησε τα προγράμματά του

Τα ειτσ - τι - εμ ελ του

Ρυθμίστηκαν όλα μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια

Κι έφτιαξε Μενού, πολλά Μενού

Κι ένα μεγάλο Μενού που έβγαζε σε πολλά άλλα μικρότερα Μενού

Και τα είδε και χάρηκε και είπε that it was right

Και είδαμε από τα Μενού ότι μπορούσαμε να κάνουμε πράματα

Πολά Πράματα μέσα από τα Μενού

Άπειρα πράματα

Και είπαμε welldone Simonne μπορείς να κάνεις πολλά

Κι αυτά κι εκείνα και τούτα, ουάου είναι σούπερ

Και φύγαμε, δεν ξέραμε τι θα έπρεπε να κάνουμε

Δεν θέλαμενα κάνουμε κάτι απο τα Μενού

θέλαμε μόνο να μπορούμε να κάνουμε πολλά

Κι ας μην κάνουμε τίποτα

Και περιηγηθήκαμε στο virtual Τίποτα

Κι έγινε στις 3 το πρωί η ώρα ώρα χειμερινή

Κι ήρθαν καύσωνες νυχτερινοί

ΚΑι περιμέναμε να πάει 4 for the wind to spring up


Τα σέβη μου

Shift


Ζήτησα τη θάλασσα να ξεφυλλίσω, να αγγίξω τα σπλάχνα της

Να αλλάξω τις συνήθειές της, που μου πετούσε κύματα χλιαρά

Και όταν ενέδωσε στους αδαείς μου πόθους

Αυτή ξέρασε το λίκνο του ορυμαγδού

Θα τον έχεις για πολύ ακόμα, μου είπε

Θα έρχεται και θα φεύγει

Θα έχεις τόσα πολλά μάτια που δεν θα μπορείς να δεις

Αλλά, τουλάχιστον, θα έχει μάτια...


Ακόμα περιμένω να αλλάξουν το νούμερό μου...



Τα σέβη μου

e-poema.eu ||| poetry e-zine

e-poema.eu poetry e-zine

Δευτέρα 5 Μαρτίου 2007

Ο αέρας στις 4 η ώρα


Με γλυκιά ανυπομονησία περιμένω
Για άλλη μια φορά ο αέρας θα ξεσπάσει στις 4
Όπως το περιέγραψε ο ποιητής
Όπως το μάζεψε γλυκά και σπρτόζικα ο συνθέτης
Και το έκανε άμουση μουσική
Και μας υποψίασε μέσα στον ορυμαγδό των καθημερινών καταστρεπτικών στιγμών
Θα είναι κεί, μαζί με τη μυρωδιά από το εναπομείναν αμπέλι
Τριάντα χρόνια τώρα ξεχερσωμένο
Τριάντα επτά χρόνια αποκαϊδια κοντά εκεί
από την τελετή του Τέλους και της Αρχής
από την τελετή της αιώνιας συνέχειας
της Γνώσης του αδιάκριτου Καλού και Κακού.
Πάρτε για μουσικές πιάνα αντί για τύμπανα: χτυπάνε το Σύμπαν σε άπειρες κλίμακες
Με σιδερένια πουλιά, περήφανα κι άλλοτε αδιάφορα
Έρχονται σαν σε ένα πανδοχείο να περάσουντη νύχτα τους
Με έναν αέρα που ξεσπά στις 4 η ώρα...
Vae, Σ΄Ευχαριστώ για τη χαρά της ηδονής, της αναμονής

Τα σέβη μου

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2007

Μες στη ρέμβη της Νοτιάς



Ιδιο με κάγκελο φυλακής το κάγκελό μου...
Μα δεν είναι...
Προστατεύει μόνο από τις μπάλες που παίζουν τα παιδια
Κι από πίσω μια ελιά,
Ένα δέντρο σαν οσιομάρτυρας
Και μετά μια λεύκα
Κι ύστερα η αδιάκριτη γραμμή του ορίζοντα
Εκείνη που χωρίζει με ιλαρή ευγένεια τη γή από τη θάλασσα
Κρύφτηκε το νησί της Καλυψώς πίσω από τη σκόνη της κάτω γειτονιάς
Συμπαθείς οι κάτω γείτονες αλλά δεν έχουμε και πολλά πολλά
Μας σέβονται, τους σεβόμαστε
Και μοιραζόμαστε δροσιά και κάψα, και πάνω από όλα το αλάτι.
Τα κοιτάς όλα αυτά και θαρρείς πως τίποτα δεν πρέπει να κατατάξεις πουθενά.
Τα νιώθεις όλα δικά σου
Καμιά φορά οι παραξενιές των ανθρώπων σου θυμίζουν πως είσαι κι εσύ άνθρωπος
Ατέλειωτες φωνές πρόσωπα γεμάτα και μελαχρινά
Μα φέρνουν τον άγριο και ξανθό κώδικά τους
Η ανελέητη ζέστη του νότου
Ο έρωτας φουρφουρίζει, παίρνει μορφές αλλόκοτες
παιδικές, ώριμες, πρώιμες, σταράτες μα πιότερο από ολα
σαν λαμπυρίζοντα σύννεφα του Σέλαος
έτοιμα να αποκαλύψουν το Ουράνιο τόξο.
Νύχτωσε, ήρθε πάλι η χαρά της κρυφής αναμονής

Τα Σέβη μου

Τρίτη 13 Φεβρουαρίου 2007

Στο Σέλας


Η βροχή με τον αέρα είναι λύτρωση.

Μα αν ο αέρας έρχεται στις 4 η ώρα.

Για να συναντήσει τον Λόγο.

Να τον τιθασεύσει.

Στην χαίτη του να αφήσει ήλεκτρον.

Να το βρέξει με δάκρυα ηδονής.

Βροχή κι αέρας: το σύμπαν μου σε οργασμό

ζω ακόμα εδώ, στις μέρες που ήρθαν

στις νύχτες που με περιμένουν

στις νύχτες του Βόρειου Σέλαος

νύχτες τόσο φωτεινές σαν ημέρες

μα νύχτες αξοπρεπείς, ήγουν νύχτες με μυστικά

Λάμψεις με μύχια αισθήματα

τόσο μύχια που τις κάνουν ζωντανές

ξενύχτια από άλλους θεούς

φώτα για να σου θυμίζουν τη σκοτεινιά σου

χώμα πατημένο που σου δίνει φτερά

πετάς τόσο μα τόσο ψηλα για να δεις μόσο μικρός είσαι

"κέντρο του σύμπαντος κι αθάνατος, νόμιζα ο άμυαλος πως ήμουνα..."



Τα σέβη μου

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2007

Εκσταση


Εξακολουθώ να πιστεύω πως εκείνα τα πράγματα που μπορούν να χαρίσουν στον άνθρωπο τεράστια πνευματική ηδονή είναι τα ταξίδια στους λαβυρίνθους της ποίησης, της φιλοσοφίας, των Μαθηματικών, της Μουσικής. Νομίζω ότι γεννιέμαι ξανά και ξανά ακούγοντας τις "Ωρες" του Philip Glass ψάχνοντας την μοναδικήσε ομορφιά Θεωρία Αριθμών, απαγγέλοντας ένα ποίημα του Καρούζου, διαβάζοντας τον Νίτσε.
Δεν ξέρω αν πρέπει όλα αυτά να τα κατατάσουμε σε εγκεφαλικές διαδικασίες. Ίσως πουν μερικοί πως είναι απλά θέμα έκκρισης ορμονών. Και όμως, για να μπορούν να εκκρίνονται αυτές οι συγκεκριμένες ορμόνες πα να πει πως πίσω από όλα αυτά υπάρχει ένα γλυκό σαγηνευτικό μίγμα που έρχεται από το υπερπέραν. Προσωπικά η έκσταση που νιώθω με αυτά τα πράγματα αγγίζει τα όρια της μετάβασης από τη ζωή στο θάνατο αλλά σε ένα θάνατο που με διαχέεει σε όλο το Σύμπαν. Η απόλυτη κατάρευση του χρόνου, η απόλυτη κατάρευση των πάντων. Μετά απ΄ το χθεσινοβραδινό γλένετι σε ρεμπετάδικο ήρθαν και έδεσαν ο Γκέντελ με την παράνοια τού και τους αλγορίθμους του (ας είναι καλά ο ανυπέρβλητος σε αυτά σύντροφος Απόστολος Δοξιάδης). Σήμερα, μετά από ένα απογευματινό καφέ με την Αναπαράσταση Ι του Γιάννη Χρήστου και ένα αποκριάτικο πάρτι με τα παιδιά, κάθησα εδώ να μοιραστώ τις σκέψεις μου με το Σύμπαν των "Ωρών" του Philip Glass και περιμένω να διαβάσω ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον paper για την τυχαιότητα ή μη των άπειρων δεκαδικών ψηφίων ορισμένων άρρητων αριθμών.
Θε μου, πόση μαγεία σε δυο νότες σε δύο λεξεις σε δύο σύμβολα.
Ας είστε όλοι σας καλά.

Τα σέβη μου

Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2007

Κι όμως ...




Κι όμως, έρχεται μια νέα Γενιά Ανθρώπων. Μια εξαιρετική Γενιά. Είναι κοντά μας. Πολλοί από Αυτούς έχουν ήδη γεννηθεί. Δεν μας περιμένουν.
Κάτι αλλάζει στο σκοτεινό Πλανητικό Τοπίο. Το διαισθάνεσαι; Τελειώνει η Σειρά μας. Δεν είμαστε Φύρα, αλλά συμβάλαμε να γίνει ο Κόσμος Σκουπίδι.
Ο Ήλιος θα ανατείλει πάλι όχι πίσω από σύνεφα μουτζούρας, αλλά πίσω από τα Χνώτα της Χαράς.
Ο Πλανήτης ξαναγεννιέται. Οι Ανθρωποι πατάμε με το ένα Πόδι στον Παράδεισο και με το άλλο στην Κόλαση. Αλλά και τα δύο είναι εδώ. Αργεί, ναι αργεί, μα κάτι έρχεται που προτιμά να αποσπαστεί αντί να κρεμαστεί απ΄τον ομφάλιο λώρο μας.

Τα σέβη μου

Το Κάτι


Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία

Τώρα καταλαβαίνω, σε αντίθεση με τον ποιητή, πως το Τίποτα δεν είναι Τίποτα αλλά πάντα Κάτι.

Τα σέβη μου